Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το "άλλο μνημόνιο" και η αναδιάρθρωση

Υπέρ μιας "συναινετικής" αναδιάρθρωσης και ενός "διαφορετικού" μνημονίου τάσσεται ο Τρ. Κολλίντζας. Οι χρόνιες παθογένειες και τα 8 "μέτρα" που θα φέρουν την ανάπτυξη. Πώς βρεθήκαμε με την πλάτη στον τοίχο.

  • του Τρύφωνα Κολλίντζα (*)
Το άλλο μνημόνιο και η αναδιάρθρωση
Στο άρθρο αυτό αναφέρομαι στη βέλτιστη οικονομική πολιτική για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την είσοδό της σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Καθώς, όμως, η βέλτιστη οικονομική πολιτική είναι δεοντολογική έννοια και δεν είναι πάντοτε εφαρμόσιμη, κυρίως λόγω των περιορισμών του πολιτικού συστήματος, εξετάζω τη βέλτιστη εφαρμόσιμη οικονομική πολιτική.

Δηλαδή τη βέλτιστη οικονομική πολιτική με δεδομένους τους περιορισμούς του πολιτικού μας συστήματος. Η ανάλυση νομοτελειακά οδηγείται στην εξέταση του ρόλου του μνημονίου και της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι το μνημόνιο αποτελεί sine qua non για έξοδο από την ύφεση και την είσοδο σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η αναδιάρθρωση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για τον στόχο αυτόν, αν και κάτω από ορισμένες συνθήκες θα ήταν επιθυμητή.

Το άρθρο αυτό είναι συμπληρωματικό ενός προηγούμενου άρθρου μου στο www.euro2day.gr . Θα ήταν χρήσιμο αν το προηγούμενο άρθρο διαβαζόταν πριν από το παρόν(1).

"Δίδυμα" ελλείμματα, πρόθυρα χρεοκοπίας και πολιτικό σύστημα

Προφανώς, σε κάθε περίπτωση, η βέλτιστη οικονομική πολιτική εξαρτάται τόσο από την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας όσο και από τους επιδιωκόμενους στόχους. Παίρνω ως δεδομένο ότι ο στόχος είναι η έξοδος από την ύφεση και η είσοδος σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Όσον αφορά στην τρέχουσα κατάσταση, θεωρώ ότι τίποτα δεν την αποδίδει καλύτερα από το ότι έχουμε φθάσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Δηλαδή, αν δεν είχαμε το δάνειο των 110 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό των Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ, δεν θα μπορούσαμε ούτε να εξυπηρετήσουμε το δημόσιο χρέος της χώρας ούτε να καλύψουμε τις τρέχουσες ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ το τραπεζικό μας σύστημα θα είχε πτωχεύσει και η ποσοστιαία μείωση του ΑΕΠ και η αύξηση του ποσοστού ανεργίας θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες των ήδη απαράδεκτων τρεχουσών επιπέδων τους.

Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, όμως, πρέπει να δούμε και το πώς φθάσαμε ως εδώ.

Για μένα, όπως και για πολλούς άλλους αναλυτές, η έρευνα για το πώς φθάσαμε ως εδώ πρέπει να ξεκινάει από τα περίφημα "δίδυμα" ελλείμματα. Δηλαδή τα σχεδόν μόνιμα και αυξανόμενα με αυξανόμενο ρυθμό ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τελευταίας τριακονταπενταετίας(2).

Το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό είναι, απλά, συνέπεια του ότι το κράτος ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Γι' αυτό υπεύθυνοι είναι η κυβέρνηση, η Βουλή και γενικά το πολιτικό σύστημα. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ο καθαρός επιπλέον δανεισμός από το εξωτερικό όλων των οικονομικών παραγόντων της χώρας - νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κυβέρνησης.

Το χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνδέεται με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας που το έχει. Δηλαδή την ικανότητα μιας χώρας να μπορεί να πουλάει αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα ή την παραγωγικότητα του οικονομικού της συστήματος.

Συνεπώς, το πολιτικό σύστημα επηρεάζει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μέσω τόσο του δημοσιονομικού ελλείμματος όσο και, στον βαθμό που είναι υπεύθυνο, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ο όρος δίδυμα, δηλαδή, αναφέρεται στο ότι τα ελλείμματα αυτά, στην περίπτωση της χώρας μας, εμφανίστηκαν στην ίδια γέννα με μητέρα το πολιτικό της σύστημα.

Τώρα, για να καταλάβει κάποιος τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους το πολιτικό σύστημα δημιουργεί τα δίδυμα ελλείμματα πρέπει να κατανοήσει αυτά που γίνονται στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τριακονταπενταετία. Όπως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο άρθρο μου στο www.euro2day.gr, η ελληνική κοινωνία όλο και πιο ξεκάθαρα χωρίζεται σε δύο ομάδες - την ομάδα των εντός συστήματος (insiders) και την ομάδα των εκτός συστήματος (outsiders)(3). 

Βασικά, οι εντός συστήματος συναλλάσσονται με το πολιτικό σύστημα ώστε να προσκομίζουν προσόδους εις βάρος των εκτός συστήματος. Αλλά στη Δημοκρατία μας τα κόμματα εξουσίας για να γίνουν κυβέρνηση έχουν κίνητρο να υιοθετήσουν τις θέσεις του διάμεσου ψηφοφόρου, που ανήκει στην ομάδα των εκτός συστήματος. Μετά τη Μεταπολίτευση και πριν από την ένταξή μας στην οικονομική και νομισματική ένωση, οι πολιτικές πρακτικές ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, χονδροειδείς.

Στις προσόδους (κυρίως υπό τη μορφή επιδοτήσεων) των διαφόρων ομάδων των εντός συστήματος προστέθηκαν πολιτικές του τύπου "Τσοβόλα δώστα όλα", τόσο για τους εντός όσο και για τους εκτός συστήματος. Ως αποτέλεσμα, οι δημόσιες δαπάνες της χώρας από το 33% του ΑΕΠ το 1979 έφθασαν στο 47,3% το 2000 και το δημόσιο χρέος από το 27,4% του ΑΕΠ το 1979 πήγε στο 103% το 2000(4). 

Από το 2000, η προεκλογική ρητορική έπρεπε να γίνει πιο εφευρετική λόγω των περιοριστικών κανόνων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Έπρεπε, από τη μία πλευρά, να φαίνεται ότι οι πολιτικές που επρόκειτο να υιοθετηθούν θα είναι μη επεκτατικές, αλλά από την άλλη να επάγονται έμμεσα οφέλη για τους εκτός συστήματος. Βλέπε, για παράδειγμα, την επανίδρυση του κράτους (δηλ. ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες με λιγότερο κόστος, άρα και λιγότερους φόρους), και το "υπάρχουν λεφτά" (δηλ. εύρεση οικονομικών πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, την πάταξη της φοροδιαφυγής και την απλούστερη και... δικαιότερη φορολόγηση, που στη συνέχεια μπορούν να διανεμηθούν στον... λαό).

Όμως, με την ανάληψη της εξουσίας, ο περιορισμός της σπατάλης στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο ή της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, για παράδειγμα, βρίσκει την εκάστοτε κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις ομάδες των εντός συστήματος. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να εναντιωθεί στα εμπόδια που προβάλλουν στις μεταρρυθμίσεις οι εντός συστήματος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχούν οι δυνάμεις της αδράνειας του status quo. Όλο αυτό αντικατοπτρίζεται στις δημόσιες δαπάνες, που έφθασαν στο 53,7% του ΑΕΠ το 2009, και στο δημόσιο χρέος, που αναμένεται να ξεπεράσει το 153% του ΑΕΠ το 2011 - το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακόμη χειρότερες, όμως, είναι οι συνέπειες της κοινωνίας των εντός και εκτός συστήματος για την ανταγωνιστικότητα του οικονομικού συστήματος και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το τελευταίο, παραμένει πάνω από το 5% του ΑΕΠ από το 2000, ενώ το 2008 έφθασε το απίστευτο 15%. Έτσι, το εξωτερικό χρέος της χώρας (ιδιωτικό και δημόσιο) εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ το 2010 και αναμένεται επίσης να συνεχίσει να αυξάνεται για κάποια ακόμη χρόνια.

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από το μόνιμο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Χαρακτηρίζεται και από μία σειρά άλλων μακροοικονομικών ενδείξεων, όπως η διαρθρωτική ανεργία και η μόνιμη υπέρβαση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και του πληθωρισμού σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες της ευρωζώνης(5).

Επίσης, χαρακτηρίζεται και από τις πρόσφατες χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας με βάση διάφορους διεθνείς δείκτες που συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα, όπως: η 88η θέση της παγκόσμιας κατάταξης χωρών, αναφορικά με τον βαθμό επιχειρηματικής και οικονομικής ελευθερίας του Heritage Foundation, η 109η θέση σε ό,τι αφορά την ευχέρεια της επιχειρηματικής δράσης (ease of doing business), όπως μετράται από την Παγκόσμια Τράπεζα (κάτω από χώρες όπως η Ρουάντα και η Μπουργκίνα Φάσο), η 78η θέση στον δείκτη της Διεθνούς Διαφάνειας για την αντιλαμβανόμενη διαφθορά (μαζί με χώρες όπως η Κολομβία και το Λεσόθο) ή η 154η θέση στη διεθνή κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας σε ό,τι αφορά την προστασία των επενδύσεων.

Δίχως αμφιβολία, οι χρόνιες παθογένειες της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, μαζί με αυτές του πελατειακού κράτους και της προσοδοθηρίας, που δημιουργούν προσκόμματα στη βέλτιστη επιλογή του ταλέντου στον επαγγελματικό προσανατολισμό και θέτουν φραγμούς στην υιοθέτηση και ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, συμβάλλουν σημαντικά στις θέσεις που παίρνουμε σε αυτές τις ιεραρχήσεις.

Όσον αφορά, δε, στην τελευταία ιεράρχηση, η θέση μας θα έχει σίγουρα επηρεαστεί από τα φαινόμενα καταπάτησης της νομιμότητας καθώς και της αυθαιρεσίας και της έλλειψη σεβασμού για τα δικαιώματα των άλλων που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ορισμένων ομάδων της κοινωνίας μας, τα τελευταία χρόνια, για τα οποία σχεδόν ποτέ κανείς δεν τιμωρείται.

Ως συνέπεια του προβλήματος των δίδυμων ελλειμμάτων και της συνεπαγόμενης συσσώρευσης χρεών, εδώ και έναν χρόνο, οι διεθνείς αγορές έστειλαν τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους και των ελληνικών επιχειρήσεων στα ύψη.

Στην πράξη έκλεισαν τις κάνουλες του δανεισμού μας. Έτσι δημιουργήθηκε κρίση ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δηλ. αδυναμία πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, μείωση των καταθέσεων σε αυτές για ψυχολογικούς και για άλλους λόγους και χαμηλές αποτιμήσεις των στοιχείων του ενεργητικού τους για μια πληθώρα λόγους). Φυσικά, αυτό, αν δεν οδήγησε, επιτείνει την ύφεση της πραγματικής οικονομίας και μέσω των επισφαλειών εγκυμονεί αβεβαιότητα για την κεφαλαιακή επάρκεια και περεταίρω επιπλοκές στη ρευστότητα των τραπεζών.

Οι τράπεζες, με τη σειρά τους, έκλεισαν τις κάνουλες του δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Προφανώς, τώρα, πέρα από τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων που εκτοπίζουν (crowding out) τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει ανατροφοδοτούμενες συνέπειες στην οικονομική ύφεση και αντίστροφα.

Σήμερα η χώρα μας υποφέρει από τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση των τελευταίων εξήντα ετών. Το 2009 και το 2010 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2 και 4,5 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Εκτιμάται ότι το 2011 θα μειωθεί περισσότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά για την τριετία 2009 - 2011 εκτιμάται ότι η μείωση του ΑΕΠ θα είναι πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες. Μια τόσο μεγάλη ύφεση δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες για την ικανότητα της χώρας μας να αποπληρώσει τα χρέη της. Έτσι λοιπόν φθάσαμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.


Βέλτιστη οικονομική πολιτική

Υπάρχουν δύο κριτήρια που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την ταυτοποίηση της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής. Το πρώτο είναι απλώς να δούμε τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και να προσπαθήσουμε να θεραπεύσουμε τα αίτια της δημιουργίας τους. Το δεύτερο, κάπως χαλαρά διατυπωμένο, είναι να δούμε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της ευρωζώνης, αφενός, και τις επιταγές της οικονομικής θεωρίας για τα χαρακτηριστικά αυτά, αφετέρου(6).

Αν η διαφορά ενός δεδομένου χαρακτηριστικού σε σχέση με την ευρωζώνη είναι προς την ίδια κατεύθυνση με τη διαφορά μας σε σχέση με τις επιταγές της οικονομικής θεωρίας, τότε βασική συνιστώσα της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η εξάλειψη των διαφορών στο εν λόγω χαρακτηριστικό. Ευτυχώς, για εμάς, οι απαντήσεις με βάση και τα δύο κριτήρια είναι σε πολλά θέματα οι ίδιες και ξεκάθαρες.

Έτσι οι βασικές συνιστώσες της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής αφορούν:

(Ι) Στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος σε πρώτη φάση και του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ σε δεύτερη φάση, κυρίως μέσα από τον περιορισμό των δαπανών του σπάταλου και αναποτελεσματικού ευρύτερου δημόσιου τομέα.

(ΙΙ) Στη μείωση των συντελεστών φόρου εισοδήματος, με ταυτόχρονη πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

(ΙΙΙ) Στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για την αύξηση του ρόλου της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα στο οικονομικό σύστημα. Οι αποκρατικοποιήσεις βοηθούν και στην κατεύθυνση της μείωσης των ελλειμμάτων και του χρέους.

(ΙV) Στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για την επικράτηση και προστασία των συνθηκών ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και κυρίως στην αγορά εργασίας, όπου υπάρχουν σημαντικές ρυθμιστικές στρεβλώσεις και ακαμψίες.

(V) Στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση του κόστους της παροχής των κοινωνικών αγαθών υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Για το τελευταίο θα πρέπει να ληφθούν, επιτέλους, σοβαρά υπόψη οι δημογραφικές εξελίξεις και οι επιδράσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

(VI) Στη συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου της χώρας για τον περιορισμό της αδιαφάνειας σε μηχανισμούς όπως τα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ και αντίστοιχη ενίσχυση των ανεξάρτητων ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών.

(VII) Στη συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου της χώρας με σκοπό το ξεκαθάρισμα, τη δημιουργία και εξασφάλιση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ακίνητης περιουσίας. Στον διαρκή χωροταξικό σχεδιασμό για την προστασία του περιβάλλοντος και στον συντονισμό της οικονομικής ανάπτυξης.

(VIII) Στην υιοθέτηση μηχανισμών δέσμευσης πολιτικών αποφάσεων, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.

Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις βασικές συνιστώσες ενός νέου οικονομικού μοντέλου, που μπορεί να βγάλει τη χώρα από την ύφεση και να τη βάλει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης, διορθώνοντας ταυτόχρονα διογκούμενες κοινωνικές αδικίες.

Πολιτικό σύστημα, μνημόνιο και αναδιάρθρωση

Με μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις, οι παραπάνω οκτώ βασικές συνιστώσες έχουν προταθεί από πολλούς αναλυτές και εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς εδώ και πολύ καιρό(7).

Στους νεότερους αναγνώστες θα φανεί απίστευτο ότι ο παραπάνω κατάλογος είναι σχεδόν ίδιος με αυτόν όπου καταλήξαμε με τον Γιώργο Μπήτρο, στον πρόλογο ενός βιβλίου για το οποίο είχαμε την επιμέλεια έκδοσης και όπου συμμετείχαν οικονομολόγοι με διαφορετική (μη κομμουνιστική πάντα) ιδεολογία ή/και πολιτική τοποθέτηση, των οποίων προσπαθήσαμε να συνθέσουμε τις απόψεις για το θέμα της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας, το 1992! (8).

Το προφανές λοιπόν ερώτημα είναι αν μπορεί να υλοποιηθεί μια τέτοια οικονομική πολιτική στις μέρες μας όταν δεν έχει υλοποιηθεί εδώ και τόσα χρόνια, παρά τη γενική συμφωνία των οικονομολόγων στις βασικές συνιστώσες της. Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να υλοποιηθεί, εκτός κι αν η χώρα αναγκασθεί να την υιοθετήσει. Ο βασικός λόγος είναι ότι για να υλοποιηθεί η πολιτική αυτή απαιτείται η προώθηση τολμηρών διαρθρωτικών αλλαγών και σαρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αλλαγών που το πολιτικό μας σύστημα, όπως εξήγησα παραπάνω, φαίνεται ανήμπορο ή να μη θέλει να εφαρμόσει.

Η μακροχρόνια αναποτελεσματικότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες στο ότι η μόνη λύση για το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων είναι μηχανισμοί δέσμευσης, που αφενός περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών στις αποφάσεις τους και αφετέρου είναι έτσι σχεδιασμένοι ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και κυρίως των εκτός συστήματος.

Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι το περίφημο μνημόνιο της Ελλάδας με την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, στο οποίο οδηγηθήκαμε μετά την de facto άρνηση των αγορών να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν το εθνικό μας χρέος. Στην ουσία, το μνημόνιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή της πεπατημένης της οικονομικής επιστήμης στα προβλήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω.

Έτσι, το μνημόνιο αποσκοπεί στη δέσμευση των πολιτικών να εξαφανίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, να μειώσουν το δημόσιο χρέος, να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας περιορίζοντας τη σπατάλη στο Δημόσιο, βελτιώνοντας τον ανταγωνισμό στις αγορές των προϊόντων και των υπηρεσιών (κλειστά επαγγέλματα) και κυρίως απελευθερώνοντας την αγορά εργασίας από τις ολέθριες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τον θεσμικό προστατευτισμό που εμποδίζουν τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Στο τέλος, αυτό που επιδιώκει, τόσο για το καλό της Ελλάδας όσο, αναμφίβολα, και για το συμφέρον των δανειστών μας αλλά και αυτών που μοιράζονται κοινούς θεσμούς με εμάς (π.χ., κοινό νόμισμα), είναι να μπει η χώρα μας σε πορεία διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.

Είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη επικάλυψη μεταξύ του μνημονίου και των βασικών συνιστωσών της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής της περασμένης ενότητας. Συνεπώς, καθώς όλα δείχνουν ότι είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε το μνημόνιο, αυτό ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι θα εφαρμόσουμε ένα μεγάλο μέρος της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής (9).
 
Υπό αυτήν την έννοια, το μνημόνιο είναι η βέλτιστη εφαρμόσιμη οικονομική πολιτική.

Τέλος, τον τελευταίο καιρό, κυρίως σε συνδυασμό με την κριτική που γίνεται στο μνημόνιο, προβάλλεται ως εναλλακτική πολιτική η λεγόμενη εθελουσία αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Ορισμένοι με τον όρο εθελουσία εννοούν την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους ως μονομερή αθέτηση μέρους των υποχρεώσεών μας προς τους δανειστές μας, χωρίς δηλαδή τη δική τους συναίνεση σε αυτό.

Αυτό φαίνεται να προτείνουν ορισμένες αριστερές πολιτικές δυνάμεις και οι σύμβουλοί τους. Θεωρώ ότι μία τέτοια πολιτική θα ήταν καταστροφική για τη χώρα. Κι αυτό γιατί θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερη ύφεση από αυτήν από την οποία μια τέτοια κίνηση αποσκοπεί να μας βγάλει. Εξηγώ γιατί: Έστω και αν λύναμε τα προβλήματα με τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν περίπου 25 δισ. ομόλογα και τις ελληνικές τράπεζες που έχουν άλλα 50 δισ., η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν θα μπορούσαμε να βγούμε στις αγορές για πολλά-πολλά χρόνια. Αυτό από τη μία πλευρά θα συνέτεινε στην ανυποληψία μας, ενώ από την άλλη τίποτε δεν θα άλλαζε στο σύστημα που τείνει να δημιουργεί τα δίδυμα ελλείμματα.

Η ρευστότητα θα ήταν πάλι μέγα πρόβλημα, τα επιτόκια θα παρέμεναν υψηλά, δεν θα γίνονταν ιδιωτικές επενδύσεις και θα συνεχιζόταν η εκτόπιση του ιδιωτικού από τον δημόσιο τομέα.

Αν τώρα με τον όρο εθελουσία αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους εννοούμε τη συναινετική επανασυμφωνία των όρων των ελληνικών ομολόγων -επιτόκιο, διάρκεια, "κούρεμα"- μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι πιστωτές μας μπορεί να προτιμούν αναδιάρθρωση, έστω και με "κούρεμα", αν αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να πάρουν πίσω περισσότερα από τους τόκους και την αποπληρωμή του κεφαλαίου, αν λόγω της αναδιάρθρωσης η οικονομία μας πάρει μπρος λόγω της μείωσης των επιτοκίων και της άμβλυνσης του αποτελέσματος εκτοπίσματος ή και γιατί υπάρχουν καλύτερες εγγυήσεις από τρίτους, π.χ., την Ευρωπαϊκή Ένωση, στα αναδιαρθρωμένα δάνεια.

Για εμάς θα ήταν καλό στον βαθμό όπου κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην έξοδο από την ύφεση και στην είσοδο σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Θεωρώ ότι αυτό είναι αδύνατον, όμως, αν δεν λύσουμε πρώτα το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων. Προφανώς, το τελευταίο είναι γνωστό στους εταίρους μας στην Ε.Ε. Για τον λόγο αυτόν, και πέρα από το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, δεν θα συναινούσαν σε αναδιάρθρωση χωρίς δεσμεύσεις ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων.

Αυτό ακριβώς προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που θα εκδίδει ομολογιακούς τίτλους με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση ("ΑΑΑ"), με σκοπό τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών της ευρωζώνης που θα έχουν δυσκολίες να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Για να βοηθηθεί ένα κράτος-μέλος από το ESM θα πρέπει να κοινοποιεί στα αρμόδια όργανα τα βασικά στοιχεία του προϋπολογισμού του πριν υποβληθούν στη δική του Βουλή. Δεύτερον, σε περίπτωση όπου ένα κράτος-μέλος πάρει βοήθεια, θα πρέπει να ακολουθήσει ένα προσυμφωνημένο πρόγραμμα για τη λύση των προβλημάτων του (Strict Conditionality). Δηλαδή, κάποιας μορφής μνημόνιο σαν αυτό που έχουμε τώρα στην Ελλάδα.

Η εξέλιξη αυτή έχει και μία άλλη σημασία για εμάς και γι' αυτούς που αντιδρούν στο μνημόνιο -για λόγους εθνικής ανεξαρτησίας- τα μνημόνια του ΕSM θα είναι μηχανισμοί δέσμευσης που όλοι στην ευρωζώνη από κοινού συμφωνούμε ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες θα καθορίζουν την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική της υπό διάσωση χώρας.

Τέλος, υπαγωγή μιας χώρας στο ESM θα σημαίνει μάλλον και αναδιάρθρωση του χρέους της με υποχρεωτικό "κούρεμα". Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, ώστε η όποια διάσωση να έχει κόστος τόσο για τον δανειζόμενο όσο και για τους δανειστές τους. Γεγονός εξαιρετικά σημαντικό για την ευρωζώνη, όπου οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών παραμένουν ανεξάρτητες.

Εν κατακλείδι, μια συναινετική αναδιάρθρωση στο πλαίσιο ενός διαφορετικού μνημονίου ίσως να ήταν καλύτερη εξέλιξη για εμάς. Αλλά το μνημόνιο ως μηχανισμός δέσμευσης είναι sine qua non για τη βέλτιστη εφαρμόσιμη οικονομική πολιτική. 


Σημειώσεις

 (1) Βλέπε, Κολλίντζας,Τ.: «Οι «Εντός» και «Εκτός» Συστήματος», www.euro2day.gr, 23-02-2011.

 (2) Βλέπε, π.χ., Κεφ. 5 του Δημέλη, Σ.: Μακροικονομικά Μεγέθη και Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας, Αθήνα, Εκδόσεις ΟΠΑ, 2010.

(3) Βλέπε Κολλίντζας, Τ.: «Οι «Εντός» και «Εκτός» του Συστήματος», www.euro2day.gr, 23-02-2011.

 (4) Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι σε αυτό στην αρχή της περιόδου έπαιξε κάποιον ρόλο και η ίδια η Μεταπολίτευση, υπό την έννοια ότι η δικτατορία δεν ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει την έντονη τότε ανισοκατανομή του εισοδήματος, αλλά η δημοκρατία, καθώς ο διάμεσος ψηφοφόρος είχε μικρότερο εισόδημα από το μέσο εισόδημα, αυτόματα οδήγησε σε αναδιανεμητικές πολιτικές, που χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με δανεικά.

 (5) Αυτό παραδοσιακά τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Βλέπε, π.χ., Έκθεση του Διοικητή για το 2009, Αθήνα; Τράπεζα της Ελλάδος, Απρίλιος 2010.

 (6) Βλέπε Βασιλάτος, Β., Κολλίντζας, Τ. και Παπαγεωργίου, Δ., «Δημοσιονομικές Στρεβλώσεις και Προτάσεις Διόρθωσής τους», Μελέτες Οικονομικής Πολιτικής, 11, σελ. 99-130, Ιούνιος 2009 και Κολλίντζας, Τ.: «Διαρθρωτικές Αλλαγές, Διπλά Ελλείμματα και Ανταγωνιστικότητα», Παρουσίαση στην Ημερίδα του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής: Δημοσιονομική Εξυγίανση και Ανάπτυξη», Αθήνα , 22-03-2011.

(7) Βλέπε, π.χ., Θέσεις του ΙΟΒΕ για την Οικονομική Πολιτική, Αθήνα: ΙΟΒΕ, 29-06-2009. 

(8) Κολλίντζας, Τ. και Μπήτρος Γ.Κ. (Επιμελητές Έκδοσης): Αναζητώντας την Ελπίδα για την Ελληνική Οικονομία, Αθήνα: Ινστιτούτο Μελετών Οικονομικής Πολιτικής, 1992

 (9) Ο λόγος για τον οποίο διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις είναι γιατί προ των αντιδράσεων των εντός συστήματος πολλά μέλη της κυβέρνησης, τόσο με τη ρητορική τους όσο και με τις πράξεις τους φαίνεται να υποσκάπτουν το μνημόνιο που ίδια η κυβέρνηση συνυπέγραψε. Το ίδιο ισχύει και για την αξιωματική αντιπολίτευση (αλλά και τη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων κομμάτων), η οποία, πιστή στην παράδοση δεκαετιών όσον αφορά στον λαϊκισμό και στην ανευθυνότητα που χαρακτηρίζει την αντιπολιτευτική στρατηγική των κομμάτων εξουσίας, έχει υιοθετήσει δογματικά αντιμνημονιακή στάση.


* Ο κ. Τρύφων Κολλίντζας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητικός εταίρος του Centre of Economic Policy Research του Λονδίνου. Μεταξύ άλλων, έχει διατελέσει γενικός διευθυντής του ΚΕΠΕ, γενικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ, μέλος του Οικονομικού Συμβουλίου του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της Attica Bank και διευθύνων σύμβουλος της Proton Bank.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v