Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Υπό πίεση οι γερμανικές τράπεζες

Το δαιδαλώδες τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας είναι αντιμέτωπο με ουκ ολίγες προκλήσεις. Οι landesbanken, οι sparkassen αλλά και οι κολοσσοί όπως η Deutsche Bank παλεύουν με τις ευρωπαϊκές εποπτικές απαιτήσεις.

  • Της Stefanie Linhardt
Υπό πίεση οι γερμανικές τράπεζες

Υπάρχουν πολλά δεδομένα υπέρ της γερμανικής οικονομίας. Το υπεραιωνόβιο τραπεζικό σύστημα της χώρας ωστόσο είναι αντιμέτωπο με τις προκλήσεις της χαμηλής κερδοφορίας και του υψηλού ανταγωνισμού, ενώ ειδικά οι δημόσιου χαρακτήρα τράπεζες νιώθουν την πίεση από διεθνείς μεταρρυθμίσεις. Οι δημόσιες τράπεζες, ο τρίτος από τους πυλώνες του γερμανικού συστήματος, αποτελούνται κυρίως από τις περιφερειακές αποταμιευτικές τράπεζες, τις sparkassen, τις ομοσπονδιακές τράπεζες, τις αποκαλούμενες landesbanken, και τις bausparkassen, που σχετίζονται με τον χώρο της οικοδομής.

Οι 421 sparkassen, οι οποίες δεν έχουν σκοπό το κέρδος, αλλά την εξυπηρέτηση των τραπεζικών αναγκών της χώρας, λειτουργούν ως ξεχωριστά περιφερειακά ιδρύματα σε όλη τη Γερμανία και είναι, μαζί με τις landesbanken και τις bausparkassen εξασφαλισμένες μέσω ενός συστήματος κατανομής των ζημιών.

Η βασική πρόκληση για τις sparkassen προκύπτει από την ευρωπαϊκή ρυθμιστική πρόβλεψη, η οποία είναι πολλές φορές ακατάλληλη για το σταθερό περιβάλλον των τραπεζών που ασχολούνται με την περιφέρεια, σύμφωνα με τον Georg Farhrenschon, πρόεδρο της Deutsche Sparkassen και της ένωσης αποταμιευτικών γερμανικών τραπεζών.

Οι Βρυξέλλες ακολουθούν το μοντέλο των διεθνώς ενεργών και εισηγμένων τραπεζών, σημειώνει ο ίδιος. «Σε αυτήν τη διαδικασία, οι τράπεζες που εστιάζουν στην περιφέρεια και εφοδιάζουν τους λιανικούς πελάτες και τις μεσαίου μεγέθους εταιρίες με χρηματοοικονομικές υπηρεσίες καθημερινά συχνά παραγνωρίζονται παρότι αποτελούν ζωτικής σημασίας σταθεροποιητές των χρηματαγορών».

Βασικό σημείο διαμάχης είναι η σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, που θα δημιουργήσει μία και μόνο εποπτική αρχή, έναν μηχανισμό επίλυσης και ένα πλέγμα κανόνων για τις τράπεζες της ευρωζώνης. Όλα αυτά θα απαιτήσουν από ιδρύματα όπως οι sparkassen να συνεισφέρουν σε ένα ταμείο εξυγίανσης (resolution fund), ενώ ήδη διαθέτουν τις δικές τους αντίστοιχες προβλέψεις και μηχανισμούς.

«Το να κλιμακωθεί η τραπεζική επίβλεψη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αυξάνει την εμπιστοσύνη στους τραπεζικούς κλάδους και προσθέτει μια ευρωπαϊκή διάσταση», λέει η Ellie Konig, πρόεδρος της BaFin, της ομοσπονδιακής εποπτικής αρχής της Γερμανίας. «Θα βελτιώσει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις επιβλέπουσες αρχές του συστήματος, θα προσθέσει διαφάνεια και ελπίζουμε ότι θα εξαφανίσει κάθε υπάρχουσα ή θεωρούμενη εθνική προκατάληψη από την εποπτική διαδικασία».

Landesbanken υπό στενή παρακολούθηση

Στο μεταξύ, οι landesbanken είδαν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα να τίθενται υπό παρακολούθηση μετά τη νίκη της Κομισιόν με την οποία τερματίστηκε η δυνατότητα του κράτους να παρέχει εγγυήσεις για τις υποχρεώσεις γερμανικών τραπεζών το 2001. Ο νόμος που τελείωνε την κυβερνητική εγγύηση τέθηκε σε ισχύ το 2005 και αρκετά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο ταρακουνήθηκαν με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.

Στη Γερμανία, οι χρηματοοικονομικές επιπτώσεις της κρίσης προήλθαν από έκθεση σε κακά στοιχεία ενεργητικού που είχαν στην κατοχή τους landesbanken και ιδιωτικές τράπεζες. Τα ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά ιδρύματα έπρεπε να προσαρμοστούν στις επιταγές της Βασιλείας ΙΙ έως το 2009, αλλά οι πιο αυστηροί κανόνες επάρκειας που εισήχθησαν με τη Bασιλεία ΙΙΙ απαιτούσαν από τις κυρίως ομοσπονδιακές κρατικές landesbanken να βρουν νέους τρόπους για να συγκεντρώσουν περισσότερο κεφάλαιο και συμμετοχή. Ενώ οι landesbanken, καθώς και οι ιδιωτικές και συνεργατικές τράπεζες, μετέχουν στον εν εξελίξει ευρωπαϊκό έλεγχο ποιότητας ενεργητικού (AQR) και στα stress tests, το ίδιο κάνουν και ορισμένες εμπορικές γερμανικές τράπεζες.

H κ. Konig είναι «λογικά αισιόδοξη» για τον έλεγχο αυτό, και το βασικό σενάριο των επικείμενων stress tests. Το κακό σενάριο μπορεί να περιέχει προκλήσεις για ορισμένες τράπεζες. Τα stress test φέτος είναι πιο λεπτομερή και εκτεταμένα από ποτέ. Καλύπτουν περίοδο τριών ετών με οικονομικές δυσχέρειες που προϋποθέτουν σημαντική πτώση ανάπτυξης και ανεργία, ενώ οι τράπεζες εξακολουθούν να δανείζουν με τον ίδιο ρυθμό και δεν προσαρμόζονται στην οικονομική κατάσταση, λέει η κ. Konig.

Ένα άλλο σημείο, που θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμο για τις γερμανικές τράπεζες, είναι το πώς αντιμετώπισαν τα κεφάλαια του προγράμματος παροχής επιπρόσθετης μακροπρόθεσμης ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (LTRO) στα stress tests του 2014, προσθέτει ο κ. Konig. Το test επιτρέπει στις τράπεζες που έχουν ακόμη στα βιβλία τους χρήματα από το LTRO να αυτοχρηματοδοτηθούν με φθηνό κεφάλαιο σε περίπτωση αρνητικού σεναρίου. Στο μεταξύ, τα ιδρύματα που έχουν ήδη εξοφλήσει τα δανεισμένα LTRO χρήματα, όπως τα γερμανικά, θα πρέπει να τα αντικαταστήσουν με πιο ακριβή χρηματοδότηση από τις αγορές, σημαντικό ντεσαβαντάζ στο οποίο οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες, λέει η κ. Konig.

«Οι γερμανικές τράπεζες δέχονται πιέσεις και στις δύο πλευρές του ισολογισμού τους και αυτός είναι ο λόγος που για κάποιες αυτό μπορεί να αποτελέσει πρόκληση», λέει ο ίδιος. «Αν σκεφτούμε ότι οι τράπεζες έχουν λογικούς κεφαλαιακούς λόγους και με δεδομένο ότι το αρνητικό σενάριο του stress test θα απαιτεί να βρίσκονται λίγο πάνω από το ελάχιστο όριο του 5,5%, αυτό θα είναι διαχειρίσιμο για τις περισσότερες».

Το AQR και τα stress tests της Ε.Ε. εστιάζουν ιδιαίτερα στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις πιο ριψοκίνδυνες εργασίες. Αν και κάποιες δημόσιες τράπεζες μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν την κατηγορία, οι συνηθέστεροι... ύποπτοι είναι αυτοί των ιδιωτικών τραπεζών - κλάδος που κυριαρχείται από μεγάλες τράπεζες, όπως η Deutsche Bank, η Commerzbank και η υπό ιδιοκτησία της Unicredit, HypoVereinsbank.

«H Commerzbank και η HypoVereinsbank έχουν δραστηριότητες με τις κεφαλαιαγορές. Ούτως ή άλλως, όλες οι τράπεζες χρειάστηκε να επανατοποθετηθούν μετά την κρίση. Αν και οι γερμανικές χτυπήθηκαν από την κρίση της Lehman το 2008, έβγαλαν κέρδος από τη μακροοικονομική κατάσταση της Γερμανίας και ξεκίνησαν να ξεφορτώνονται κληροδοτημένα περιουσιακά στοιχεία. Οι γερμανικές τράπεζες υποχώρησαν σε ό,τι αφορά τις διεθνείς τους επιχειρήσεις, εν μέρει λόγω των διαδικασιών κρατικής βοήθειας αλλά και λόγω της επαναξιολόγησης του κινδύνου και του επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής τους».

«Αυτό οδήγησε σε αξιοσημείωτη μείωση του ισολογισμού των τραπεζών από 5,8 τρισ. ευρώ στο τέλος του 2008, σε 4,1 τρισ. ευρώ στο τέλος του προηγούμενου έτους και σε μείωση των σταθμισμένων με τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού από το 1,7 τρισ. ευρώ στο 1,1 τρισ. ευρώ για τα συστημικώς σχετικά γερμανικά ιδρύματα», σύμφωνα με τον κ. Andreas Dombret, μέλος του εκτελεστικού Δ.Σ. της γερμανικής Bundesbank.

Πίεση στα περιθώρια

Αν και δεν προσφέρουν όλες οι σχεδόν 2.000 γερμανικές τράπεζες υπηρεσίες λιανικής, οι πελάτες μπορούν να επιλέγουν. Οι δραστηριότητες λιανικής είναι ανταγωνιστικές και προσανατολισμένες στις υπηρεσίες, παρέχοντας σε κάθε πελάτη έναν αφοσιωμένο υπάλληλο στο τοπικό τους κατάστημα - πέρα από το λεγόμενο direktbanken που προσφέρει online υπηρεσίες συνήθως με καλύτερους όρους. Νέες δραστηριότητες είναι δύσκολο να ξεκινήσουν στη Γερμανία. Το 2012, μόνο το 2% των ενηλίκων δεν είχε κάποιον λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Αυτός ο προσανατολισμός στις υπηρεσίες και η ισχυρή συγκέντρωση προσθέτει πίεση στις τράπεζες. «Ο γερμανικός τραπεζικός κλάδος έχει ωφεληθεί από την υψηλή ποιότητα ενεργητικού, αλλά υπάρχει και το αρνητικό του ισχυρού ανταγωνισμού, που οδηγεί τα περιθώρια κέρδους χαμηλότερα», λέει ο Jan Schildbach, οικονομολόγος στην Deutsche Bank. «Οι τράπεζες προσπαθούν να προσαρμοστούν στις χαμηλότερες τιμολογήσεις και στο υψηλότερο κόστος έναντι άλλων χωρών, αλλά προς το παρόν η γερμανική αγορά παραμένει αρνητικό στοιχείο σε όρους αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας σε διεθνή σύγκριση. Επίσης υπάρχει ανάγκη για περισσότερη ενοποίηση».

Η κερδοφορία στον γερμανικό τραπεζικό κλάδο είναι συγκριτικά χαμηλή, φτάνοντας μόνο κατά μέσο όρο το 4,62% του ROC το 2013 - κάτι που κάνει τη γερμανική αγορά τη 10η χειρότερη για να βρίσκεται κάποια τράπεζα, σύμφωνα με στοιχεία από τη βάση δεδομένων του The Banker, ενώ μόλις 7 χώρες εμφανίζουν χαμηλότερο ROA. Το χαμηλό επίπεδο αποδόσεων ήταν προφανές επί χρόνια, αλλά η κατάσταση επιβαρύνθηκε από τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών μετά την κρίση της Lehman.

Τα περασμένα χρόνια, το ROC εκτός των θυγατρικών άλλης υπηκοότητας, άλλαξε δραματικά. Η μέση απόδοση κεφαλαίου από το 2000 στο 2008 ήταν 8,74%, ενώ οι αποδόσεις από το 2009 έως το 2014 ήταν αρνητικές στο 0,67%, και πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του The Βanker. Στο τέλος του 2013, το 4,03% του ROC ήταν ελαφρώς υψηλότερο από το 3,99% του 2012, αλλά χαμηλότερο από το 5%+ που καταγράφηκε το 2010 και το 2011.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v