Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το αβέβαιο μέλλον της επενδυτικής τραπεζικής

Η κρίση άλλαξε το προφίλ της επενδυτικής τραπεζικής πιθανότατα για πάντα. Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες του σήμερα για αυτόν τον γιγαντιαίο κλάδο της παγκόσμιας τραπεζικής, όπως τις καταγράφει το έγκριτο The Banker.

  • Του Michael Watt
Το αβέβαιο μέλλον της επενδυτικής τραπεζικής

Επτά χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, υπάρχουν ακόμη σοβαρά προβλήματα στον κλάδο του Investment Banking: Αρκετοί παίκτες του χώρου ψάχνουν ακόμη ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο και οι σοβαρές προκλήσεις παραμένουν.

Στο ξεκίνημα της κρίσης, οι ρυθμιστικές αρχές σε διεθνές και τοπικό επίπεδο θεσμοθέτησαν μια ευρεία δέσμη νέων standards για τον τραπεζικό κλάδο, αρκετές εκ των οποίων είχαν στόχο τις δραστηριότητες που αναλάμβαναν οι επενδυτικές τράπεζες.

Οι δείκτες κεφαλαίων αυξήθηκαν σημαντικά παντού και νέες ειδικές χρεώσεις ζητήθηκαν, ώστε να αντανακλούν καλύτερα το ρίσκο του trading στα παράγωγα και άλλα περίπλοκα χρηματοοικονομικά εργαλεία.

Η διαπραγμάτευση στα παράγωγα έχει γενικά γίνει πολύ περισσότερο απαιτητική σε σταθμισμένα με τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού (RWA), όπου βασίζονται οι υπολογισμοί για τους κεφαλαιακούς λόγους. Δύο νέοι δείκτες ρευστότητας εισήχθησαν, για να κάνουν ανθεκτικότερα τα μοντέλα τραπεζικής χρηματοδότησης.

Εξάλλου, εκτεταμένη δομική αλλαγή έγινε και στις αγορές διαπραγμάτευσης, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των περισσότερων δραστηριοτήτων επενδυτικών τραπεζών. Η κεντρική εκκαθάριση εισήχθη για όλα τα standardized over the counter παράγωγα, κάνοντας φαινομενικά τη συγκεκριμένη αγορά ασφαλέστερη, αλλά αυξάνοντας και τα νομισματικά και λογιστικά κόστη της συμμετοχής σε αυτή, και συνεχίζοντας να προσφέρει ισχυρή OTC ρευστότητα για τους πελάτες-αγοραστές.

Ο αυξανόμενος ρόλος των μη τραπεζικών πλατφορμών διαπραγμάτευσης στις αγορές παραγώγων απειλεί περισσότερο την κυρίαρχη market making θέση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω του εκδημοκρατισμού της διαδικασίας bid-ask και του ανοίγματος της πόρτας σε μη τραπεζικούς παρόχους ρευστότητας. Οι μη συναλλακτικές συμβουλευτικές υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής, όπως η έκδοση ομολόγων, τα IPOs και οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις, εξακολουθούν να είναι κερδοφόρα, αλλά μικρότερες επενδυτικές τράπεζες καλοβλέπουν τα πεδία αυτά σε μια προσπάθεια να κλέψουν μερίδιο από μεγαλύτερους ανταγωνιστές, που όμως έχουν την προσοχή τους αλλού.

Αρκετές από αυτές τις ρυθμιστικές αλλαγές ήταν απαραίτητες -ένα καλοδεχούμενο χαλινάρι στον άγριο τραπεζικό κόσμο. Ωστόσο, το αθροιστικό τους αποτέλεσμα έβαλε τον κλάδο της επενδυτικής τραπεζικής σε ρευστό περιβάλλον.

Οι μετέχοντες στην αγορά πασχίζουν να βρουν ένα νέο μοντέλο που θα εξακολουθεί να εξυπηρετεί τους πελάτες αποτελεσματικά, αλλά και που θα είναι συμβατό αφενός, με τις μεγάλες πιέσεις κόστους και αφετέρου, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η ερώτηση-κλειδί για τους αρχιτέκτονες αυτών των σχεδίων είναι το αν οι αλλαγές και οι προκλήσεις θα εξακολουθήσουν να έρχονται σε αυτά τα μεγέθη και αυτές τις ταχύτητες για τις επενδυτικές τράπεζες, ή το αν η τρέχουσα περίοδος αστάθειας είναι πιθανό να δώσει σύντομα τη θέση της σε πιο ήρεμα νερά. Είναι δυνατόν να υπάρξει τώρα ένας σχεδιασμός νέου τρόπου λειτουργίας της επενδυτικής τραπεζικής; Κάποιες τράπεζες φαίνεται να έχουν ήδη παραδώσει το πνεύμα, όπως συνέβη στις περιπτώσεις των RBS και BNP Paribas.

Μολονότι αρκετές τράπεζες δεν προχώρησαν σε σημαντικές ανακατατάξεις στα τμήματά τους της επενδυτικής τραπεζικής, ορισμένες αναγκάστηκαν να περιορίσουν τους ορίζοντές τους και να υπαναχωρήσουν από την παροχή πλήρων υπηρεσιών, όπως η Deutsche Bank, η οποία μείωσε σημαντικά το χαρτοφυλάκιο CDS στο τέλος του 2014.

«Οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι θα πρέπει πάντα να εξετάζουν το κατά πόσον αξίζει η αγορά στην οποία μετέχουν. Αυτή η διαδικασία είναι τώρα μόνιμη στον κλάδο μας. Ενδεχομένως η αγορά CDS να μην είναι η μόνη απώλεια», λέει ανώτερο τραπεζικό στέλεχος σε μεγάλη αμερικανική επενδυτική τράπεζα.

Το σταθερό εισόδημα γενικά αποτελεί το μεγαλύτερο είδος στοιχείων ενεργητικού στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επενδυτικής τράπεζας και μολονότι οι περισσότεροι από τους μεγαλύτερους παίκτες εξακολουθούν να διαθέτουν μια σχετική υπηρεσία market making, το εύρος των προϊόντων έχει μειωθεί.

Λόγω της Βασιλείας ΙΙΙ και της προσαρμογής της πιστωτικής αξιολόγησης (CVA), τα επιτοκιακά swaps έγιναν πολύ λιγότερο κοινά. Πελάτες με ανάγκη για αντιστάθμιση κινδύνου τίτλων μακράς ωρίμανσης, όπως είναι τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφάλειες ζωής, πρέπει να λειτουργήσουν τώρα με πιο βραχυχρόνιες αντισταθμίσεις, οι οποίες μπορούν να είναι πιο χρονοβόρες και κοστοβόρες.

Η Deutsche Bank μαζί με κάποιους από τους ανταγωνιστές της στην πραγματικότητα συγχώνευσε την υπηρεσία πιστώσεων και την υπηρεσία σταθερού εισοδήματος, επιδιώκοντας το χαμηλότερο κόστος. Αυτή η κίνηση, που εμπλέκει περισσότερα από ένα στοιχεία ενεργητικού, είναι ολοένα και περισσότερο συχνή. Επιτρέπει μια πιο προϊοντικά ουδέτερη στρατηγική, η οποία, όπως λένε τα τραπεζικά στελέχη, βοηθά τους πελάτες να βρουν ευκολότερα το προϊόν που τους ταιριάζει καλύτερα. Ευτυχώς για τους τραπεζίτες, μειώνει και τα έξοδα μέσω της χρησιμοποίησης λιγότερου προσωπικού και λιγότερων ξεπερασμένων συστημάτων διαπραγμάτευσης. Περαιτέρω, επιτρέπει στις τράπεζες να περικόψουν κάποια από τα περίπλοκα προϊόντα που απαιτούν υποστήριξη από μεγάλο αριθμό ειδικών. Η διαδικασία αυτή της ανάμιξης περισσότερων στοιχείων ενεργητικού τείνει περισσότερο προς τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, με ομάδες πωλητών να καθοδηγούν τους πελάτες στο κατάλληλο προϊόν ή στην κατάλληλη περιοχή δραστηριότητας.

Η εικόνα αυτή των investment bankers ως διαχειριστών γραμμών παραγωγής, αντί για κυνηγών ρίσκου, είναι σημαντικά μακριά από την παραδοσιακή προσέγγιση που ο κλάδος έχει για τις συναλλαγές και την πελατειακή διαδραστικότητα.

Πρόβλημα ενόψει

Αν γινόταν αυτό που ήθελε ο κλάδος, αυτές οι νέου τύπου επενδυτικές τράπεζες θα είχαν τώρα πίστωση χρόνου για να μονταριστούν κατάλληλα και να δοκιμαστούν σε ένα σταθερό περιβάλλον. Οποιαδήποτε «διόρθωση» θα μπορούσε να γίνει, χωρίς την απελπιστική ανάγκη να συνεχιστεί η περικοπή του κόστους και να αναδιαταχθούν οι εσωτερικές δομές ενόψει νέων προκλήσεων.

Όσον αφορά στις οικονομικές προκλήσεις, οι επενδυτικές τράπεζες βρίσκουν τους εαυτούς τους σε περίεργη κατάσταση προς στιγμήν. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων χαλάρωσε τις ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοδότηση καθώς ήταν σχετικά εύκολο να εξασφαλιστεί σχετικά φτηνά μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση μέσω ομολόγων ή έκδοσης μετοχών. Αυτό υπήρξε τεράστιο δώρο για πολλές εταιρίες -ειδικά εκείνες στην Ευρώπη που χρειάζονταν να τονώσουν τα κεφαλαιακά επίπεδα γρήγορα μετά την κρίση.

Από την άλλη, τα χαμηλά επιτόκια σήμαναν μια πρωτόγνωρη περίοδο χαμηλής μεταβλητότητας, ειδικά στο σταθερό εισόδημα και το ξένο συνάλλαγμα. Η τάση αυτή δέχθηκε πλήγμα από την κρίση στην Ελλάδα και αλλού, αλλά συνολικά οι αγορές καθησυχάστηκαν. Η χαμηλή μεταβλητότητα δημιούργησε χαμηλούς όγκους συναλλαγών -κάτι που πίεσε τα έσοδα από συναλλαγές, καθιστώντας ακόμη δυσκολότερο να δικαιολογηθεί το κόστος λειτουργίας μιας μεγάλης market making επενδυτικής τράπεζας.

Η επίδοση των εσόδων αυτό τον χρόνο υπήρξε εξαιρετικά φτωχή. Μέχρι τον Οκτώβριο, μόνο μία από τις 10 κορυφαίες σε πωλήσεις επενδυτικές τράπεζες είδε τα μεγέθη της να βελτιώνονται. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα έσοδα των επενδυτικών τραπεζών είναι χαμηλότερα κατά 11% έως τα 58,5 δισ. δολ., ενώ σε περιφερειακό επίπεδο, τα συνολικά έσοδα υποχώρησαν κατά μόλις 1% στις ΗΠΑ και κατά 27% στην Ευρώπη. Η επίπτωση της αύξησης στα επιτόκια, που είναι πιθανό να έλθει σύντομα από τη FED και την Τράπεζα της Αγγλίας, είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί. Η χρηματοδότηση μπορεί να είναι πιο ακριβή, αλλά η συναλλακτική δραστηριότητα είναι πιθανό να πάρει ώθηση ακόμη και από μια ήπια αύξηση επιτοκίων, καθώς οι πελάτες αναζητούν την αντιστάθμιση κινδύνου έναντι της πρόσθετης μεταβλητότητας.

Μόνιμη αλλαγή

Σε ό,τι αφορά στους ρυθμιστικούς κανόνες, οι περισσότερες αλλαγές που έγιναν είναι τώρα μόνιμες. Πράγματι, αρκετές από αυτές θα γίνουν ακόμη περισσότερο αυστηρές. Οι τράπεζες γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι λόγω των απαιτουμένων από τη Βασιλεία ΙΙΙ θα πρέπει να φτιάξουν core Tier I κεφαλαίων στο 4,5% του RWA έως το 2019. Οι μεγάλες συστημικά και σημαντικές τράπεζες θα πρέπει ακόμη να φτιάξουν ένα επιπλέον κεφαλαιακό «μαξιλάρι», του οποίου το μέγεθος είναι πιθανό να αλλάζει από μέρος σε μέρος.

Αν και ο θόρυβος που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση έχει κοπάσει σε μεγάλο βαθμό, ο κλάδος είναι ακόμη ευαίσθητος στις πολιτικές αποφάσεις. Τον Σεπτέμβριο, οι Ελβετοί νομοθέτες ενέκριναν προτάσεις που αυξάνουν τα απαιτούμενα για τον δείκτη μόχλευσης στο 6% -ποσοστό διπλάσιο από ό,τι επέβαλε η Βασιλεία.

Εντός ή εκτός;

Θα υπάρχουν ωφελημένοι από τον μεταβαλλόμενο κόσμο της επενδυτικής τραπεζικής. Όπως οι τράπεζες δεν μπορούν πια να προσφέρουν κάθε προϊόν σε κάθε αγορά, έτσι δεν είναι και δυνατόν να φτιάξουν όλα τα IT συστήματα με δικά τους μέσα. «Οι τράπεζες μπορούν να αγοράσουν τόσο καλές υπηρεσίες προσωπικού από τρίτους -παρόχους-, ώστε να είναι ευκολότερο διαχειρίσιμες και φθηνότερες έναντι του να κατασκευάσουν τα πάντα μόνες τους», λέει ο κ. McPartland, στέλεχος της Greenwich Associates. Ωστόσο, ο Christian Meissner, επικεφαλής στέλεχος στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Bank of America Merrill Lynch, πιστεύει ότι οι περισσότερες λειτουργίες μιας επενδυτικής τράπεζας είναι πολύ σημαντικές για να δίνονται σε τρίτα μέρη, ασχέτως κόστους.

Αν οι πιέσεις που σχετίζονται με το κόστος ενταθούν, οι τράπεζες ίσως οδηγηθούν προς ένα μοντέλο agency desk που θα καταστήσει τις τράπεζες λίγο περισσότερο χρηματιστηριακές εταιρίες, οι οποίες θα συνδέουν πελάτες που επιθυμούν να διαπραγματευτούν αλλά χωρίς να έχουν οι ίδιοι κάποιον πραγματικό κίνδυνο. Υπάρχει η ανησυχία ότι μια κλιμάκωση αυτής της τάσης θα προκαλούσε ζημία στη ρευστότητα των αγορών, καθώς οι τράπεζες θα είναι λιγότερο ικανές να λειτουργήσουν ως market makers σε καιρούς πίεσης. Ωστόσο, είναι μια πόρτα που έχει μείνει ανοικτή σε πολλές τράπεζες.

Η στιγμή των Αμερικανών;

Η πρόβλεψη για την επενδυτική τραπεζική μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη αλλά υπάρχει γενικότερη αισιοδοξία. Ο κ. Meissner πιστεύει ότι οι συνθήκες είναι καλές για την επενδυτική τραπεζική στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. «Νομίζω ότι μπορεί να είμαστε έτοιμοι να δούμε τη "στιγμή των Αμερικανών", σε ό,τι αφορά στην επενδυτική τραπεζική. Οι μεγάλοι Αμερικανοί παίκτες έχουν φτιάξει υγιείς ισολογισμούς και έχουν βάλει μαζί επιχειρηματικά μοντέλα. Νομίζω ότι θα δούμε αυτή τη δουλειά να επιβραβεύεται στα επόμενα χρόνια», λέει.

Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές μπορεί να είναι έτοιμες να βλάψουν τις ίδιες τις τράπεζές τους. Στο τέλος Σεπτεμβρίου, ο Lord Hill, υπεύθυνος για τους χρηματοοικονομικούς ρυθμιστικούς κανόνες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δήλωσε ότι προς υποστήριξη της σχεδιαζόμενης ένωσης των αγορών, οι τράπεζες εντός της ΕΕ θα μπορούσαν να παρέχουν στοιχεία «μη απαραίτητων θεσμικών εμποδίων» και άλλων «μη σκόπιμων συνεπειών» των τρεχόντων κανόνων. Ο σκοπός είναι να απελευθερωθεί η συνολική δραστηριότητα των κεφαλαιαγορών και να γίνει η ΕΕ περισσότερο σαν τις ΗΠΑ, όπου περισσότερη οικονομική δραστηριότητα χρηματοδοτείται από το χρέος και την έκδοση μετοχών, παρά από τον τραπεζικό δανεισμό.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v