Γιατί χρειαζόμαστε την πολυπολιτισμικότητα

Για να νικήσουµε τον αυταρχισµό, πρέπει να µάθουµε να κατανοούµε τους γείτονές µας.

  • του Orhan Pamuk*
Γιατί χρειαζόμαστε την πολυπολιτισμικότητα

Mετά το Brexit και την εκλογή του Ντόναλντ Τραµπ, µε τον επικυρωµένο από τους ψηφοφόρους αυταρχισµό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Ναρέντρα Μόντι, και µε την απόρριψη των φιλελεύθερων αξιών και των µεταναστών από τις κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, η γενική παραδοχή είναι πως ένα νέο εθνικιστικό καταπιεστικό κύµα σαρώνει τη Γη.

Όπως πάντα, πρέπει να αντισταθούµε στα αυταρχικά ένστικτα που περιορίζουν τις ελευθερίες µας, δαιµονοποιούν οποιονδήποτε φαίνεται να είναι διαφορετικός και -όπως συµβαίνει στην Τουρκία- θέτουν εκτός νόµου την ελευθερία της έκφρασης, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τον πλουραλισµό. Πρέπει να σταθούµε ακλόνητοι για να υπερασπιστούµε τις πολυτιµότερες αξίες µας: τα δικαιώµατα των γυναικών, την ελευθερία της σκέψης, τις ακαδηµαϊκές ελευθερίες.

Πρέπει, όµως, να διερωτηθούµε και πώς επικράτησε αυτός ο άνεµος ανελευθερίας παρά την καλοπροαίρετη αναγνώριση της ισότητας και του ανθρωπισµού. Γιατί συνεχίζει να χάνει τις εκλογές η δική µας πλευρά;

Μια από τις χαρές του µυθιστοριογράφου είναι πως µπορεί να βλέπει και να γράφει και από τις δυο πλευρές ενός προβλήµατος, να ζει αντίθετες προοπτικές ακόµα κι αν είναι τόσο βίαια αντίθετες η µία µε την άλλη. Έγραψα το µυθιστόρηµά µου «Κάτι παράξενο στον νου µου» («A Strangeness in my Mind») για να εξερευνήσω και να περιγράψω τον κόσµο ενός πλανόδιου πωλητή, ενός καθηµερινού ανθρώπου, στους δρόµους της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να αγνοώ τη θρησκευτικότητά του.

Με το να παραλείπεις κάτι τόσο σηµαντικό όσο η θρησκεία, ακόµα κι αν ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται µε αυτήν όπως κάνει ο χαρακτήρας του, κινδυνεύεις να ξαφνιάσεις τους αναγνώστες, όταν η πηγή έµπνευσης για τον χαρακτήρα, η πραγµατικά κατώτερη τάξη, αρχίζει να ψηφίζει ισλαµιστικά πολιτικά κόµµατα. Η δύναµη αυτών των κινηµάτων µάς φαίνεται µεγαλύτερη όταν µπερδεύουµε τις φιλελεύθερες φαντασιώσεις µας µε την πραγµατικότητα.

Όπως εγώ προσπαθώ να εξερευνήσω αντικρουόµενες οπτικές όταν γράφω, έτσι και η σηµερινή αµερικανική ενσάρκωση της πολυπολιτισµικότητας, που υποστηρίζει πως οι µετανάστες πρέπει να προσθέτουν τα µοναδικά τους υπόβαθρα σε µια νέα κουλτούρα, αντί να εγκαταλείπουν την ιστορία τους για να αφοµοιωθούν, µπορεί να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αγωνιστούν κατά του αυξανόµενου αυταρχισµού. Μαθαίνοντας να κατανοούµε ο ένας τον άλλον πληρέστερα, µένουµε ήρεµοι µε τη διαβεβαίωση πως γνωρίζουµε τους γείτονές µας, ασχέτως του πόσο διαφορετικοί µπορεί να είναι.

Όταν έκανα το πρώτο µου ταξίδι στη Νέα Υόρκη το 1985, κατάλαβα πως η πολυπολιτισµικότητα µας επιτρέπει να ζούµε δίπλα σε ανθρώπους µε διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισµικά υπόβαθρα χωρίς να χρειάζεται να απαρνηθούµε τη δική µας κληρονοµιά. Την εποχή εκείνη, αυτή η µορφή ανοχής δεν είχε ακόµα συνδυαστεί µε την έννοια του πολιτισµικού σχετικισµού. Η έννοια της πολυπολιτισµικότητας ήταν ουσιώδης για το αµερικανικό «χωνευτήρι», στο οποίο άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών και πολιτισµών συναντήθηκαν και σφυρηλάτησαν ένα έθνος.

Αµφισβήτησε αυτούς που θα ήθελαν να φέρουν τη µια κοινότητα απέναντι στην άλλη και, αντιθέτως, οι κοινότητες έζησαν αρµονικά στην ίδια χώρα, στις ίδιες πόλεις, στους ίδιους δρόµους. Άνθρωποι µε διαφορετικές κουλτούρες µπόρεσαν να διατηρήσουν τις παραδόσεις που απέρρεαν από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τα κοινωνικά ήθη και τις καθηµερινές συνήθειες, αρκεί να δέχονταν πως οι αξίες αυτές ήταν σχετικές.

Για µένα, ο αµερικανικός τρόπος ενσωµάτωσης των θρησκευτικών µειονοτήτων στην ευρύτερη κοινωνία εξακολουθεί να µοιάζει πολύ πιο αποτελεσµατικός απ’ ό,τι οι ευρωπαϊκές µέθοδοι. Οι µουσουλµάνοι µετανάστες στις ΗΠΑ φαίνονται πολύ πιο ευτυχείς και άνετοι απ’ ό,τι οι µουσουλµάνοι στη Γαλλία.

Στις ΗΠΑ, η αντίδραση του προέδρου Τραµπ στην εκλαµβανόµενη ως απειλή που συνιστούν οι µουσουλµάνοι µετανάστες, ήταν να προσπαθήσει να κλείσει προσωρινά τα σύνορα της χώρας σε αρκετές µουσουλµανικές χώρες. Μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία στο Διεθνές Αεροδρόµιο «O’Hare» του Σικάγο. (Alyssa Schukar/The New York Times)

Πιστεύω πως η πολυπολιτισµικότητα υπήρξε πολύ καλύτερη από τη laïcité, το κοσµικό γαλλικό µοντέλο, στη διασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας. Οι µαθητές λυκείου στη Γαλλία δεν επιτρέπεται να φορούν µαντίλες στις τάξεις -όπως και οι φοιτητές στα πανεπιστήµια της Τουρκίας, όπως περιγράφω στο µυθιστόρηµά µου «Χιόνι» («Snow»).

Το πολιτικό Ισλάµ εκµεταλλεύθηκε αυτήν τη διαφαινόµενη µισαλλοδοξία για να εδραιώσει την εξουσία και την επιρροή του στην Τουρκία. Τη δεκαετία του 1990 ήµουν -και εξακολουθώ να είµαι- πεπεισµένος πως η πολυπολιτισµικότητα έχει τη δύναµη να αµβλύνει κάποιες από τις αιώνιες διαµάχες της Τουρκίας: µεταξύ της παράδοσης και του νεωτερισµού, της κοσµικότητας και του Ισλάµ, της Ανατολής και της Δύσης.

Προσδοκούσα πως η πολυπολιτισµικότητα θα ενίσχυε την τουρκική δηµοκρατία, που είχε ήδη ελαχιστοποιηθεί λόγω των ίδιων εκείνων συγκρούσεων, των στρατιωτικών πραξικοπηµάτων που αιτιολογούνταν στο όνοµα της κοσµικότητας και της κατά καιρούς διάλυσης πολιτικών κοµµάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, υποστήριξα πως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ωφελούσε και την τουρκική δηµοκρατία και την Ευρώπη και πως η απορρόφηση περισσότερων από 60 εκατοµµυρίων µουσουλµάνων θα µετέτρεπε την Ευρώπη σε µια πολυπολιτισµική κοινωνία όπως αυτή των Ηνωµένων Πολιτειών.

Τριάντα δύο χρόνια από το πρώτο µου ταξίδι στη Νέα Υόρκη, καµία από τις ελπίδες µου δεν έχει επαληθευτεί. Όµως, η πίστη µου διατηρείται, εν µέρει διότι δεν έχω ξεχάσει πως αυτές οι απογοητεύσεις έχουν τη ρίζα τους στις ιστορικά εθνικιστικές νοοτροπίες τόσο της Τουρκίας όσο και της Ευρώπης.

Πράγµατι, µπορούµε να εντοπίσουµε τέτοια σύγχρονα αισθήµατα τουλάχιστον έναν αιώνα πριν. Τον Απρίλιο του 1914, ο Γάλλος συγγραφέας André Gide έγραψε στο ηµερολόγιό του: «…Για πολύ καιρό νόµιζα πως υπήρχαν περισσότεροι από ένας πολιτισµός, περισσότερες από µία κουλτούρες που θα µπορούσαν δικαίως να διεκδικήσουν την αγάπη µας και να αξίζουν τον ενθουσιασµό µας. Τώρα γνωρίζω πως ο Δυτικός (θα έλεγα ο γαλλικός) µας πολιτισµός δεν είναι ο πιο όµορφος. Πιστεύω -γνωρίζω- πως είναι ο µόνος».

Η αρχική δεκτικότητα του Gide µεταµορφώθηκε σε σοβινισµό, ο οποίος πυροδοτήθηκε από τις αρνητικές του εντυπώσεις για την Κωνσταντινούπολη έπειτα από ταξίδι που έκανε εκεί το 1914. Οι Τούρκοι διανοούµενοι, που την εποχή εκείνη στήριζαν τον εκδυτικισµό της χώρας, δυσφόρησαν µε τα λόγια του Gide. Όµως, αν απαντούσαν µε ανάλογο τρόπο, θα ανακινούσαν εθνικιστικά συναισθήµατα και στις δυο πλευρές και θα απέκοπταν ακόµα περισσότερο την Τουρκία από τη Δύση.

Τα σαράντα χρόνια που πέρασα γράφοντας µυθιστορήµατα και προσπαθώντας να κατανοήσω ανθρώπους διαφορετικούς από µένα, µου έµαθαν το ίδιο πράγµα: να παραµένω ήρεµος µπροστά σε αυτές τις ανατολικές και δυτικές, ιστορικές και σύγχρονες δυνάµεις. Οι άνεµοι της ανελευθερίας που αντιµετωπίζουµε σήµερα δεν είναι τόσο ισχυροί ώστε να παρασύρουν τη λογική µας. Ας µην ξεχνάµε πως η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε 2,5 εκατοµµύρια περισσότερες ψήφους απ’ ό,τι ο Ντόναλντ Τραµπ. Στη Βρετανία, η ιδέα του Brexit έχει πάρει το χρώµα της µετάνοιας. Στην Τουρκία, ο αυταρχισµός του Ερντογάν επικυρώθηκε από µια ισχνή πλειοψηφία στο δηµοψήφισµα του Απριλίου 2017 για την εδραίωση της εξουσίας του.

Για να κατανοήσουµε αυτές τις δυνάµεις πρέπει να αναγνωρίσουµε γιατί οι άνθρωποι µπορεί να διαφωνούν µε τις πιο βαθιές πεποιθήσεις µας. Αυτό δεν είναι πανάκεια ούτε για τα νεοπαγή εθνικιστικά κινήµατα ή για την εχθρότητα των γενεών, όµως µπορεί να µας κρατήσει ήρεµους και να µας βοηθήσει να αντέξουµε. Στο εγχείρηµα αυτό, ο συγγραφέας και ο υπέρµαχος της πολυπολιτισµικότητας έχουν κοινή προσέγγιση, µια προσέγγιση που βασίζεται στον οραµατισµό και στην κατανόηση του ανθρωπισµού των ανθρώπων που δεν µας µοιάζουν.

*Ο Orhan Pamuk είναι συγγραφέας, βραβευµένος µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας 2006. Τα έργα του έχουν µεταφραστεί σε περισσότερες από 60 γλώσσες.

© 2018 Orhan Pamuk. Distributed by The New York Times Syndicate.

 

v