Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Γερμανία είναι ισχυρή, όχι όμως πανίσχυρη

Η επιτυχία της Γερμανίας αποτελεί την απόλυτη εγγύηση για την ευρωστία της ευρωζώνης. Όμως, εάν η χώρα δεν λύσει τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της, δεν θα είναι σε θέση να δώσει κατεύθυνση στην Ευρώπη.

  • του Tony Barber
Η Γερμανία είναι ισχυρή, όχι όμως πανίσχυρη

Αν η Γερμανία έπαιρνε 1 ευρώ για κάθε συμβουλή που λαμβάνει ως προς το πώς να ενεργήσει για το θέμα της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών της θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο από αυτό που παρουσιάζει σήμερα.

Από όλα τα μήκη και τα πλάτη έρχονται οι συστάσεις προς το Βερολίνο: εκδώστε ομόλογα ευρωζώνης, ελαφρύνετε το χρέος της Ελλάδας, δημιουργείστε ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Μεσόγειο, φτιάξτε μια τραπεζική ένωση, αφήστε τους εγχώριους μισθούς να αυξηθούν, προωθείστε τη δημοσιονομική τόνωση αντί να φωνάζετε για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Κάποιες από αυτές τις προτάσεις είναι στον σωστό δρόμο και ορισμένες άλλες είναι λανθασμένες. Όμως, όλοι παραβλέπουν ότι μία από τις πιο χρήσιμες συνεισφορές της Γερμανίας θα ήταν να μεταρρυθμίσει και να εκσυγχρονίσει την ίδια της την οικονομία.

Η χώρα παρουσιάζεται τυπικά ως ο οικονομικός γίγαντας της Ευρώπης και το Βερολίνο ως η πρωτεύουσα στην οποία στρέφονται οι Αμερικανοί και οι Ασιάτες για να δουν αποφασιστικές ενέργειες με στόχο να ξεπεραστεί η κρίση.

Ωστόσο, τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι μη Ευρωπαίοι βλέπουν τη Γερμανία ως έναν ολιγόλογο γίγαντα, ως ένα κράτος η απροθυμία του οποίου να ηγηθεί αντανακλά το βάρος ιστορικών εγκλημάτων καθώς και του σε βάθος επαρχιωτισμού της πολιτικής του κουλτούρας. Το λιγότερο κατανοητό είναι ότι η Γερμανία, παρά το γεγονός πως αποτελεί την «άγκυρα» της ευρωζώνης, αντιμετωπίζει μια σειρά μακροπρόθεσμων προκλήσεων που, εάν δεν διευθετηθούν, θα περιορίσουν την ικανότητά της να δώσει την όποια κατεύθυνση στην Ευρώπη.

Στην έκθεση "Looking to 2060" για τις παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης, ο ΟΟΣΑ προέβλεψε πέρυσι πως η Γερμανία θα επιτύχει μέση ετήσια ανάπτυξη 1,1% από το 2011 μέχρι το 2060. Αυτό τη φέρνει δίπλα στο Λουξεμβούργο, στις τελευταίες θέσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ σε 42 χώρες.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως η πιθανή ανάπτυξη της Γερμανίας είναι 1,25%. Κράτη όπως η Ελλάδα, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ολέθριο 25% στη διάρκεια της κρίσης, ή η Ιταλία, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί για οκτώ συνεχόμενα τρίμηνα, με μεγάλη τους ευχαρίστηση θα αντάλλασσαν τις υφέσεις τους με την ισχνή ανάπτυξη της Γερμανίας. Όμως, η επιμήκυνση επί 50 χρόνια μιας σχεδόν αόρατης οικονομικής επέκτασης δεν θα δώσει στη χώρα δύναμη και εμπιστοσύνη για να ηγηθεί στην Ευρώπη.

Ένα πρόβλημα που σχετίζεται με αυτό είναι η μείωση του πληθυσμού, ή αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Schrumpfnation Deutschland – δηλαδή «συρρικνούμενη Γερμανία». Με περισσότερα από 81 εκατομμύρια ανθρώπους, η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη από τις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους δημογράφους της Ε.Ε., όμως, ο γερμανικός πληθυσμός θα μειωθεί έως το 2060 στα 71 περίπου εκατ. Θα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο -εάν υποθέσουμε ότι δεν θα αποσχιστεί η Σκοτία- όσο και στη Γαλλία.

Οι αιτίες της μείωσης συμπεριλαμβάνουν τον πολύ αργό ρυθμό γεννήσεων και τα μέτρια επίπεδα καθαρής μετανάστευσης. Με 1,36 γέννηση για κάθε γυναίκα, η Γερμανία έχει έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη. Το σημαντικότερο είναι πως τα τελευταία 30 χρόνια οι ρυθμοί της γονιμότητας παραμένουν κάτω από το επίπεδο των 2,1 παιδιών για κάθε γυναίκα που χρειάζεται για να διατηρηθεί το μέγεθος ενός πληθυσμού. Για πολλά ακόμα χρόνια θα υπάρχουν λιγότερες πιθανές Γερμανίδες μητέρες.

Η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για να ενθαρρύνει τη μητρότητα, όπως για παράδειγμα ο νόμος που πέρασε πρόσφατα ο οποίος εγγυάται θέση σε βρεφονηπιακό σταθμό για κάθε παιδί άνω των 12 μηνών. Όμως, η επιδοτούμενη από το κράτος πολιτική υπέρ των γεννήσεων είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα σε μια χώρα με δυσάρεστες μνήμες από τα ναζιστικά προγράμματα για την προώθηση της μητρότητας.

Έτσι, μένει η μετανάστευση. Όπως προέκυψε από τα βρετανικά κρατικά αρχεία αυτόν τον μήνα, ο Χέλμουτ Κολ, ο πρώην Γερμανός καγκελάριος, είχε πει στη Μάργκαρετ Θάτσερ, την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας, το 1982, ότι σχεδίαζε να μειώσει κατά το ήμισυ τον τότε πληθυσμό του 1,5 εκατ. Τούρκων μεταναστών μέσα σε τέσσερα χρόνια διότι δεν ενσωματώνονταν καλά στη γερμανική κοινωνία.

Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ και η γερμανική πολιτική διαμάχη κι οι νόμοι για την υπηκοότητα και τις κοινωνικές συμπεριφορές έχουν προχωρήσει πολύ από εκείνες τις μέρες. Η καθαρή μετανάστευση αυξήθηκε στα 369.000 άτομα πέρυσι. Όμως, το μεταναστευτικό σύστημα της Γερμανίας παραμένει υπερβολικά περιοριστικό: οι μη Ευρωπαίοι κάτοικοι τείνουν να παραμένουν εκτός Γερμανίας, εκτός και αν είναι εξειδικευμένοι υποψήφιοι για καλοπληρωμένες δουλειές. Είναι ένας θλιβερά ανεπαρκής τρόπος αντιμετώπισης των χρόνιων ελλείψεων της Γερμανίας σε μηχανισμούς ειδικούς στην τεχνολογία της πληροφορικής, σε φαρμακοποιούς, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους επαγγελματίες.

Οι δημογραφικές πιέσεις της χώρας καθιστούν απαραίτητο για την Άγκελα Μέρκελ, ή για οποιονδήποτε γίνει καγκελάριος μετά τις βουλευτικές εκλογές του επόμενου μήνα να προωθήσει μεταρρυθμίσεις σε ένα τεράστιο μέτωπο. Αν και η εγχώρια ζήτηση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, χάρη κυρίως στη χαμηλή ανεργία, η οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων για τη δημιουργία ανάπτυξης. Η εξαγωγική επιτυχία χρειάζεται να συνοδεύεται από πιο ανοιχτές αγορές προϊόντων και από πιο ανταγωνιστικό τομέα υπηρεσιών, μέρη του οποίου -όπως το λιανικό εμπόριο- είναι καταφανώς ανεπαρκή με βάση τα πρότυπα των προηγμένων οικονομιών.

Τρεις άλλοι τομείς που ζητούν απεγνωσμένα βελτίωση είναι οι υποδομές, η παιδεία και η έρευνα και ανάπτυξη. Η Γερμανία δαπανά λιγότερα από οποιαδήποτε μεγάλη χώρα της Ε.Ε. στην αναβάθμιση των οδικών, των σιδηροδρομικών και των υδάτινων έργων. Η γηράσκουσα υποδομή επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις της. Ως ποσοστό της οικονομικής παραγωγής, δαπανά λιγότερα στην παιδεία και στην έρευνα και ανάπτυξη απ' ό,τι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία και η Ολλανδία.

Οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας διότι η γερμανική οικονομική επιτυχία είναι η απόλυτη εγγύηση ότι η ευρωζώνη θα επιβιώσει και θα ανθήσει. Η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Όμως, δεν είναι αρκετά ισχυρή.

© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v