Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το πραγματικό «βάρος» των συστημικών τραπεζών

Το πρόβλημα των «πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν» τραπεζών δεν είναι μόνο η απερίφραστη επιδότηση της ανάληψης κινδύνου, αλλά και η πιθανότητα απρόβλεπτων καταστροφών με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, γράφει ο M. Wolf.

  • του Martin Wolf
Το πραγματικό «βάρος» των συστημικών τραπεζών

Καμία φερέγγυα κυβέρνηση δεν θα αφήσει όλο το τραπεζικό της σύστημα να καταρρεύσει. Οι δανεισμένες με μόχλευση τράπεζες, που οι υποχρεώσεις τους είναι πιο ρευστές από τα ενεργητικά τους, αναπόφευκτα είναι ευάλωτες στον πανικό. Σε έναν πανικό, θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσει η απουσία ρευστότητας από τη χρεοκοπία. Αυτά τα τρία σημεία καλύπτουν την άποψή μου: Το κράτος υποστηρίζει το τραπεζικό σύστημα, ακόμα κι αν μπορεί να μη στηρίξει μεμονωμένες τράπεζες.

Ένα από τα προβλήματα στο να γίνει πιστευτή η ανάληψη των ζημιών από τους πιστωτές είναι η έννοια των «πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν» τραπεζών, δηλαδή η πρόκληση που θέτουν οι συστημικές τράπεζες.

Το ερώτημα που τίθεται όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο μετά την κρίση, είναι κατά πόσον αυτό το ρίσκο έχει εξαλειφθεί. Η απάντηση είναι όχι. Ο ίδιος ο Mark Carney, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας και πρόεδρος του Financial Stability Board, δέχεται ότι «οι εταιρίες και οι αγορές αρχίζουν να προσαρμόζονται στον ρυθμιστικό ορισμό που θα λήξει το 'πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν'. Όμως το πρόβλημα δεν έχει λυθεί ακόμη».

Πράγματι, δεν έχει λυθεί όπως δείχνει και το Global Financial Stability Report του ΔΝΤ. «Οι επιδοτήσεις αυξήθηκαν σε όλο το φάσμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά έκτοτε έχουν μειωθεί στις περισσότερες χώρες.

Οι εκτιμώμενες επιδοτήσεις παραμένουν πιο αυξημένες στην ευρωζώνη απ' όσο στις ΗΠΑ... Συνολικά, όμως, η αναμενόμενη πιθανότητα να υποστούν διάσωση συστημικά σημαντικές τράπεζες (systemically important banks –SIBs) παραμένει μεγάλη σε όλες τις περιοχές». Επιπλέον, σε μια νέα κρίση, οι απαραίτητες επιδοτήσεις μπορεί να εκτιναχθούν και πάλι.

Ένας λόγος που δεν έχει λυθεί το πρόβλημα είναι ότι ο τραπεζικός κλάδος τείνει να γίνεται ακόμη πιο συγκεντρωτικός. Επιπλέον, τα συνολικά ενεργητικά σε μια σειρά μεγάλες τράπεζες συνεχίζουν να εκτινάσσονται. Είναι πλέον διαδεδομένη η ύπαρξη τραπεζών με ενεργητικά 2 τρισ. δολ. Αυτές οι τράπεζες διατηρούν μεγάλη σύνδεση μεταξύ τους, αν και αυτό μπορεί να έχει μειωθεί τελευταία.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι επιδοτήσεις παραμένουν μεγάλες. Το ΔΝΤ σημειώνει ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι εξασφάλισης επιδότησης. Ο πρώτος είναι από τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων στα ομόλογα που εκδίδουν οι συστηματικά σημαντικές τράπεζες (SIBs) και οι τράπεζες που δεν είναι SIBs. Ο δεύτερος είναι οι «αναλύσεις διεκδικήσεων για έκτακτες καταστάσεις». Ο τρίτος προκύπτει από την ανάλυση των οίκων αξιολογήσεων για την απόκλιση ανάμεσα στη μεμονωμένη αξιολόγηση και την αξιολόγηση που θα επιτρέψει την κρατική στήριξη.

Οι συγκρίσεις ανάμεσα στα επιτόκια των ομολόγων που πληρώνουν οι SIBs και οι μη SIBs είναι αρκετά ριψοκίνδυνες. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά ανάμεσα σε αμερικανικές τράπεζες με συγκρίσιμους συντελεστές μόχλευσης (συντελεστές συνολικών ενεργητικών έναντι μετοχικών κεφαλαίων) αποκαλύπτει ότι οι SIBs έχουν πλεονέκτημα στη χρηματοδότηση. Κι αυτό επιβεβαιώνει ότι οι επιδοτήσεις πράγματι υπάρχουν.

Η δεύτερη προσέγγιση βασίζεται στην σύγκριση ανάμεσα στα παρατηρούμενα spreads των credit-default swaps (CDS, μια μορφή ασφάλισης ομολόγων) και στα spreads ορθής αξίας που προκύπτουν από τις τιμές των μετοχών. Οι αποκλίσεις στα CDS– σε αντίθεση με τα δεδομένα για τις μετοχές, οι ιδιοκτήτες των οποίων δύσκολα θα προστατευθούν– συνυπολογίζουν την πιθανότητα καταστροφής και την πιθανότητα και το μέγεθος μιας κρατικής στήριξης. Αυτή η μέθοδος καταδεικνύει ότι υπήρξε τεράστια στήριξη κατά την διάρκεια της κρίσης, η οποία εν συνεχεία μειώθηκε στις ΗΠΑ και αυξήθηκε στην Βρετανία και την ευρωζώνη.

Η τρίτη προσέγγιση προέρχεται απευθείας από τις αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Και δείχνει ότι οι επιδοτήσεις είναι μεγάλες, έστω κι αν και πάλι μειώνονται βραδέως μετά την κρίση.

Οι μεταρρυθμίσεις που εισάχθηκαν μετά την κρίση και στόχευαν στην μείωση της πιθανότητας κρατικής στήριξης, δείχνουν να έχουν αυξήσει την εκτιμώμενη επικινδυνότητα των SIBs, όπως ακριβώς την μείωσαν οι χαμηλότεροι συντελεστές μόχλευσης. Και οι δύο καταλήξεις ήταν επιθυμητές, Όμως οι εκτιμώμενες επιδοτήσεις παραμένουν μεγάλες –έως 312 δισ. δολ. στην ευρωζώνη, με μια εκτίμηση. Όσον αφορά το πλεονέκτημα στο κόστος χρηματοδότησης από μέρους των SIBs, είναι τουλάχιστον 15 μονάδες βάσεις στις ΗΠΑ, 25-60 μ.β. στην Ιαπωνία, 20-60 μ.β. στην Βρετανία και 60-90 μ.β. στην ευρωζώνη.

Είναι δύσκολο να βρεθεί ένα καλό επιχείρημα για την επιδότηση αυτών τραπεζών εις βάρος των μικρότερων ανταγωνιστών. Το μόνο λογικό επιχείρημα είναι ότι τα τραπεζικά συστήματα στα οποία κυριαρχούν λίγες, μεγάλες, τράπεζες, ίσως είναι πιο σταθερά από εκείνα με ανταγωνιστικές τράπεζες. Δεν είναι γελοίος ισχυρισμός;

Ένα καλά οργανωμένο καρτέλ ίσως είναι πιο σταθερό από έναν μεγάλο αριθμό μικρότερων ανταγωνιστικών τραπεζών. Εάν όμως είναι έτσι, γίνεται ξεκάθαρα εις βάρος των καταναλωτών και της οικονομίας. Θα ήταν πολύ καλύτερο –και εφικτό- να ακολουθηθεί άλλος δρόμος.

Τι πρέπει, οπότε, να γίνει; Το ΔΝΤ προτείνει τρεις επιλογές: 1) να περιοριστούν το μέγεθος και οι δραστηριότητες τραπεζών, 2) να μειωθούν οι πιθανότητες κρίσης και 3) να μειωθεί η πιθανότητα και το μέγεθος τυχόν διάσωσης, αν μια τράπεζα βρεθεί σε κρίση.

Από αυτές τις επιλογές, η δεύτερη είναι σίγουρα η καλύτερη. Αν και ο περιορισμός των λιανικών επιχειρήσεων είναι πολύ λογικός, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να αποφασίζουν το τι θα κάνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στην τρίτη επιλογή, οι δεσμεύσεις για περιορισμό των πιθανοτήτων και της κλίμακας μιας διάσωσης σε περίπτωση συστημικής κρίσης, συνήθως δεν είναι αξιόπιστες. Με αυτά τα δεδομένα, η καλύτερη στρατηγική είναι η δεύτερη: Να μειωθεί η πιθανότητα κρίσης. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει είναι με αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και διασφάλιση επαρκούς διαφάνειας στους ισολογισμούς. Αυτό είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας, αν ο στόχος είναι η προστασία της οικονομίας και η φερεγγυότητα των κυβερνήσεων.

Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, η τραπεζική μόχλευση παραμένει υπερβολικά μεγάλη. Στις ΗΠΑ προτείνεται τώρα ένας συντελεστής μετοχικών κεφαλαίων (χωρίς ριψοκίνδυνα ενεργητικά) 5% για τις μεγάλες τραπεζικές εταιρίες holding. Αλλά είναι πολύ εύκολο να χάσουν τα ενεργητικά μιας τράπεζας το 5% της αξίας τους. Η χρηματοδότηση από μετοχικό κεφάλαιο θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον 10% του ισολογισμού και, σε ιδανική περίπτωση, παραπάνω. Αν μη τι άλλο, όπως λέει το ΔΝΤ, θα πρέπει να αντλούνται μετοχικά κεφάλαια μέχρι να μηδενιστούν όλες οι μορφές επιδότησης.

Όμως, το παν είναι το σύστημα. Θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε ότι το βασικό πρόβλημα είναι μεμονωμένες τράπεζες που είναι πολύ σημαντικές για να αφεθούν να καταρρεύσουν. Ένα σύστημα με μεγάλο αριθμό μικρών και συνδεδεμένων μεταξύ τους τραπεζών που είναι εκτεθειμένες σε ίδιους κινδύνους, είτε στα ενεργητικά είτε στις υποχρεώσεις τους, είναι επίσης αρκετά επικίνδυνο. Οι χρηματοδότες θα γνώριζαν σχεδόν στα σίγουρα ότι σε ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να δοθεί στήριξη κι αυτό θα μείωνε την δυνητική επιδότηση. Αλλά σε μια συστημική κρίση, το σύστημα σχεδόν σίγουρα θα λάμβανε επιδότηση και αυτό θα ήταν το σωστό να γίνει. Το πρόβλημα, με δυο λόγια, δεν είναι μόνο η απερίφραστη επιδότηση της ανάληψης κινδύνου, αλλά και η πιθανότητα απρόβλεπτων καταστροφών που προκαλούν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.

Γι' αυτό και χρειάζονται για όλες τις δανεισμένες ή «μοχλευμένες» τράπεζες, μεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις απ'όσο θα ήθελαν οι ίδιες οι τραπεζικές επιχειρήσεις. Το ζήτημα είναι ο συστημικός κίνδυνος.

Χρειάζονται οπωσδήποτε κεφαλαιακές απαιτήσεις για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι κίνδυνοι, είτε οι συντελεστές του συστήματος είναι λίγοι κολοσσοί, είτε ένα πλήθος από μικρές τράπεζες.

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v