Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το χαμένο στοίχημα για μια... Great Society

Σε Ευρώπη και ΗΠΑ αναζητείται το νέο μοντέλο του κοινωνικού κράτους. Το χαμένο στοίχημα μιας «Great Society» και τα αδιέξοδα του δυτικού κόσμου. Γιατί οι Αμερικανοί λατρεύουν... να μισούν το μεγάλο κράτος. Ποιο είναι το στοίχημα της ΕΕ.

  • των John Micklethwait  και Adrian Wooldridge
Το χαμένο στοίχημα για μια... Great Society

Πριν 50 χρόνια, ο Λίντον Τζόνσον παρουσίασε το όραμά του για ένα πακέτο κοινωνικών προγραμμάτων που έγιναν γνωστά ως «Great Society». Βάσει αυτών κανένα παιδί δεν θα έμενε χωρίς τροφή, κανένας νέος δεν θα έμενε χωρίς παιδεία. Μία κοινωνία όπου τα αρχαία δεινά του ρατσισμού και της αδικίας θα έχουν παταχθεί. Μία κοινωνία, όπου, πάνω από όλα, το κράτος θα αποδίδει δικαιοσύνη και ευκαιρίες.

Οι περισσότερες επέτειοι περνούν απαρατήρητες και δικαίως. Ετούτη όμως, έχει σημασία. Η εποχή του Great Society ήταν ίσως η τελευταία φορά κατά την οποία οι Αμερικανοί πίστευαν πως η κυβέρνηση μπορεί πραγματικά να βελτιώσει τη ζωή τους. Στις εκλογές του 1964, ο Τζόνσον βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Μπάρι Γκολντγουότερ, αμετανόητο υποστηρικτή του μικρού κράτους. Η νίκη του Τζόνσον ήταν σαρωτική.

Η δεκαετία του 1960 ήταν επίσης το αποκορύφωμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από Φαβιανούς όπως η Μπέατρις και ο Σίντνεϊ Γουέμπ. Αρχικά, δεν κατάφεραν να διαδώσουν τις ιδέες τους στις ΗΠΑ. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, ο σχεδιασμός του Δημοσίου βρέθηκε τελικά στο επίκεντρο. Η Great Society του Τζόνσον ήταν η αμερικανική εκδοχή της πρωτοβουλίας «New Jerusalem» του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας. Ακόμη και η φράση «Great Society» προέρχεται από έναν Βρετανό φαβιανό, τον Γκράχαμ Γουάλας.

Σήμερα, η πολιτική στις ΗΠΑ βρίσκεται σε αδιέξοδο και «ο μεγάλος κρατικός φιλελευθερισμός» του Τζόνσον υποχωρεί. Από τη δεκαετία του 1970, όταν η Great Society άρχισε να χάνει τον πόλεμο με την φτώχεια, το έγκλημα και την ανισότητα (και το Βιετνάμ), οι Αμερικανοί ψηφοφόροι αγκάλιασαν συντηρητικούς όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ο οποίος υποστήριζε πως το κράτος είναι το πρόβλημα και όχι η λύση και Δημοκρατικούς όπως ο Μπιλ Κλίντον ο οποίος διακήρυξε το τέλος της εποχής του μεγάλου κράτους. Μόνο ένας στους 10 Αμερικανούς εμπιστεύεται ότι οι πολιτικοί θα κάνουν το σωστό. Στην εποχή του Λίντον Τζόνσον το ποσοστό άγγιζε το 60%.

Πρακτικά όμως, το μεγάλο κράτος εξακολουθεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι Αμερικανοί. Πολλά από τα προγράμματα του Great Society, από το Medicare μέχρι την Εθνική Επιδότηση της Τέχνης, εξακολουθούν να υπάρχουν. Το κράτος συνεχίζει να αναπτύσσεται, με την στήριξη τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Ο Τζορτζ Μπους προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση δημοσίων δαπανών από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο μετά τον Τζόνσον. Παράλληλα, εξαπλώθηκε η ρύθμιση των κλάδων. Ακόμη και ο Γουέμπ, που ήταν γιος μας κομμώτριας, θα είχε εκπλαγεί εάν έβλεπε τη μητέρα του να σπουδάζει για ένα χρόνο πώς να κόβει και να χτενίζει μαλλιά για να αποκτήσει την απαραίτητη άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος στην Καλιφόρνια.

Το ίδιο αδιέξοδο υπάρχει στην Ευρώπη, ίσως μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό. Ελάχιστοι από τους ψηφοφόρους που σύρθηκαν στην κάλπη των ευρωεκλογών εκτιμούν ότι οι πολιτικοί θα βρουν λύσεις. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη έχει ένα τεράστιο κράτος πρόνοιας. Όπως επισημαίνει και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η ΕΕ αντιστοιχεί στο 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, στο 35% του ΑΕΠ της και στο 50% των δαπανών για κοινωνική πρόνοια.

Η σημαντική επέτειος αυτή την εβδομάδα, δεν είναι τόσο ότι η Great Society κλείνει τα 50 της χρόνια, αλλά ότι το δυτικό κράτος πρόνοιας κλείνει έναν αιώνα ζωής. Εφευρέθηκε στη βιομηχανική περίοδο, όταν οι άνθρωποι νόμιζαν ότι η επιστημονική διοίκηση από ειδικούς και οι οικονομίες κλίμακος παρόμοιες με τα εργοστάσια του Χένρι Φορντ μπορούσαν πραγματικά να αποδώσουν ισότητα και δικαιοσύνη. Τώρα όμως, μοιάζει απαρχαιωμένο.

Τα πιο ενδιαφέροντα προγράμματα αναφορικά με το κράτος γίνονται πολύ μακριά από την Ουάσιγκτον. Στη Σιγκαπούρη η οποία προσφέρει πολύ καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες με πολύ χαμηλότερο κόστος, στη Βραζιλία με τις δαπάνες πρόνοιας «υπό προϋποθέσεις», την Σκανδιναβία όπου η «σοσιαλιστική» Σουηδία μείωσε τις δημόσιες δαπάνες από 67% του ΑΕΠ το 1993 σε 49% του ΑΕΠ, εισήγαγε την πρακτική του βάουτσερ για τα σχολεία και εξισορρόπησε τα επιδόματα αυξάνοντας το όριο συνταξιοδότησης. Στις ΗΠΑ, υπάρχουν ενδείξεις δυναμικών κυβερνήσεων σε πόλεις, όπου ρεαλιστές δήμαρχοι πειραματίζονται με την τεχνολογία.

Τι θα αντικαταστήσει την Great Society;

Για τους Ρεπουμπλικάνους η απάντηση είναι εύκολη: να μικρύνουμε το κράτος. Αυτή η ενστικτώδης απάντηση όμως, αντιμετωπίζει δύο μεγάλα προβλήματα. Με την εκτίμηση ότι το κράτος είναι το κακό, συνεπάγεται ότι δεν το παίρνουν και πολύ στα σοβαρά (η Σιγκαπούρη είναι ένα πολύ μικρό κράτος, αλλά αμείβει τους καλύτερους δημόσιους υπαλλήλους της με 2 εκατ. δολ. ετησίως).  Επίσης, πρακτικά, οι συντηρητικοί Αμερικάνοι είναι εθισμένοι στο Μεγάλο Κράτος. Έτσι εξηγούνται οι φορολογικές ελαφρύνσεις του 1,3 τρισ. δόλ στο φορολογικό κώδικα των ΗΠΑ, εκ των οποίων οι περισσότερες αποτελούν ένα κράτος πρόνοιας για τους πλούσιους.

Για τους Δημοκρατικούς, το πρόβλημα είναι ακόμη χειρότερο. Έχοντας συνηθίσει να υπόσχονται περισσότερα επιδόματα στους ψηφοφόρους, αντιμετωπίζουν σειρά από μη εποικοδομητικές επιλογές: να υπηρετήσουν συνολικά την κοινωνία (βελτιώνοντας για παράδειγμα τα σχολεία) ή να προστατεύσουν τα συνδικάτα του δημοσίου τομέα (εκ των οποίων σημαντικός αριθμός είναι οι δάσκαλοι). Να προσφέρουν λιγότερο γενναιόδωρα επιδόματα στο σύνολο του πληθυσμού ή να στοχεύσουν στην αύξηση των δαπανών για τους λιγότερο προνομιούχους;

Σε αυτό το πεδίο θα γίνουν οι πολιτικές μάχες του μέλλοντος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Δεν θα υπάρξει κάτι τόσο εμπνευσμένο όσο η Great Society. Στο επίκεντρο θα βρίσκεται το μέγεθος και ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η σύνδεση των συντάξεων με το προσδόκιμο ζωής και η χρήση της τεχνολογίας στο δημόσιο τομέα.

Ευρώπη και ΗΠΑ όμως, χρειάζονται ψύχραιμο ρεαλισμό. Το κράτος δεν είναι ούτε τέρας, ούτε σωτήρας, αλλά ένα αναπόσπαστο κομμάτι μίας αξιοπρεπούς κοινωνίας που, όπως και οι περισσότερες οργανώσεις, λειτουργεί καλύτερα όταν επικεντρώνεται στο πώς θα κάνει λίγα πράγματα καλά.

*Ο John Micklethwait  και είναι συντάκτης του περιοδικού «The Economist» και ο Adrian Wooldridge είναι αρθρογράφος της στήλης Schumpeter στο ίδιο περιοδικό. Συνυπογράφουν το βιβλίο «The Fourth Revolution».

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v