Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Wolf: Πώς τα «δικαιώματα» των μετόχων βλάπτουν την επιχείρηση

Τίποτα στην οικονομία δεν έχει τόση σημασία όσο η εταιρική διακυβέρνηση και ο σκοπός των επιχειρήσεων. Και το δόγμα της «μεγιστοποίησης της μετοχικής αξίας» αποδεικνύεται η μεγαλύτερη απάτη γι' αυτόν τον περίπλοκο, ζωτικό και αιωνόβιο θεσμό.

  • Του Martin Wolf
Wolf: Πώς τα «δικαιώματα» των μετόχων βλάπτουν την επιχείρηση

Οι περιορισμένης ευθύνης ιδιωτικές εταιρίες αποτελούν τον βασικό θεσμό του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι εταιρίες αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την οργάνωση της παραγωγής και της διανομής αγαθών και υπηρεσιών ανά τον πλανήτη. Ο ρόλος τους είναι η αιτία και το αποτέλεσμα της επανάστασης στην κλίμακα και στη διασπορά της οικονομικής δραστηριότητας, που έχει εκδηλωθεί τους δύο τελευταίους αιώνες.

Σχεδόν τίποτε άλλο στην οικονομία δεν έχει τόση σημασία όσο οι απόψεις για το πώς θα πρέπει να κυβερνιούνται οι επιχειρήσεις και με ποιο σκοπό. Δυστυχώς, τα έχουμε κάνει χάλια σε αυτόν τον τομέα. Και αυτό το χάλι έχει όνομα: μεγιστοποίηση της μετοχικής αξίας.

Η λειτουργία επιχειρήσεων με βάση αυτήν την άποψη όχι μόνο καταλήγει σε κακή συμπεριφορά, αλλά και αντιστρατεύεται τον πραγματικό κοινωνικό στόχο, που είναι η δημιουργία περισσότερης ευμάρειας.

Δεν είμαι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που ανησυχεί για τις επιχειρήσεις κοινού μετοχικού κεφαλαίου. Ο Άνταμ Σμιθ, ο πατέρας της σύγχρονης οικονομίας, θεωρούσε ότι «η αδιαφορία και η απληστία... πάντα επικρατούν, λιγότερο ή περισσότερο, στη διαχείριση των υποθέσεων μιας τέτοιας επιχείρησης». Ο φόβος του αφορά αυτό που αποκαλούμε «πρόβλημα επόπτευσης», τη δυσκολία επιτήρησης της διοίκησης.

Άλλοι σχολιάζουν ότι οι εταιρίες φέρονται σαν ψυχοπαθείς: Μια εταιρία που στοχεύει στη μεγιστοποίηση της μετοχικής αξίας οφείλει να πιστεύει ό,τι θα είναι κερδοφόρο γι' αυτήν, άρα και καθήκον της, να μολύνει την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, εφόσον μπορεί να το κάνει. Θα χρησιμοποιήσει μάλιστα κάθε δυνατότητα για να αποτρέψει την κατάλληλη εποπτική αντίδραση στην (κακή) συμπεριφορά της.

Το οικονομικό επιχείρημα υπέρ της μεγιστοποίησης της μετοχικής αξίας και του ελέγχου είναι ότι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι μεριδιούχοι καλύπτονται με συμβόλαιο, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μετόχους. Οπότε αυτοί κουβαλούν όλους τους συνεπαγόμενους κινδύνους. Γι' αυτό και πρέπει να ελέγχουν την εταιρία, ώστε να ευθυγραμμίζουν τα συμφέροντα της διοίκησης με τα δικά τους. Μόνο έτσι θα μπορούν να κάνουν ριψοκίνδυνη επένδυση.

Ωστόσο, μολονότι οι μέτοχοι πράγματι επωμίζονται ρίσκα με τον ρόλο τους ως ασφαλιστές του αξιόχρεου, δεν είναι οι μόνοι μεριδιούχοι που το κάνουν αυτό. Πολλοί άλλοι είναι επίσης εκτεθειμένοι σε κινδύνους από τους οποίους δεν μπορούν να προστατευθούν πλήρως με τη σύμβαση: οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι μακροχρόνιοι προμηθευτές και, οπωσδήποτε, οι αρμοδιότητες που έχουν αναλάβει. Επιπλέον, οι μέτοχοι, σε αντίθεση με τους υπολοίπους και ειδικά με τους εργαζόμενους, έχουν τη δυνατότητα να προφυλαχθούν από τους κινδύνους κάνοντας διασπορά στα χαρτοφυλάκιά τους. Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να δουλεύει σε πολλές εταιρίες ταυτοχρόνως και κανείς δεν μπορεί να κάνει hedging στον μισθό του υπαλλήλου κατέχοντας μετοχές σε άλλους ανθρώπους.

Το δόγμα της μεγιστοποίησης της μετοχικής αξίας μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι η ύπαρξη αυτών των αιωνόβιων, κυριαρχικών και πανίσχυρων επιχειρήσεων δεν έχει αλλάξει δραστικά την οικονομία της αγοράς. Όπως, όμως, εξηγεί ο Κόλιν Μάγερ του Oxford's Said Business School στο εξαίρετο βιβλίο του «Firm Commitment», με αυτήν την προσέγγιση χάνεται επίσης ο πραγματικός σκοπός της εταιρίας.

Οι εταιρίες, λέει ο καθηγητής Μάγερ, είναι ένας μηχανισμός διατήρησης μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων. Αυτές όμως οι δεσμεύσεις θα αποδώσουν μόνο όταν είναι δαπανηρές οι ευκαιριακές κινήσεις. Επιπλέον, συχνά είναι προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερόμενων να δεσμεύονται ότι δεν θα φερθούν οπορτουνιστικά. Αλλά με μια ενεργή αγορά στον εταιρικό έλεγχο, δεν μπορούν να γίνουν τέτοιες δεσμεύσεις. Όσοι κάνουν δεσμεύσεις μπορεί να εξαφανιστούν πριν τις υλοποιήσουν.

Οι δεσμεύσεις αυτές έχουν τη μορφή των σιωπηρών, άγραφων ή ασαφών συμβολαίων. Γιατί πρέπει να εξαρτιόμαστε από σιωπηρά συμβόλαια; Θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε, αντίθετα, τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις προσπαθώντας να εντοπίσουμε κάθε δυνατό αποτέλεσμα. Είναι προφανές ότι αυτό είναι αδύνατον. Όχι μόνο θα ήταν ασύλληπτα περίπλοκο και δαπανηρό, αλλά θα αντιπαρατασσόταν και στο βαθύτερο πρόβλημα της αβεβαιότητας. Δεν γνωρίζουμε τι θα γίνει μέσα στους επόμενους μήνες και σίγουρα τις επόμενες δεκαετίες. Αν ο άνθρωπος θέλει να κάνει μακροχρόνιες δεσμεύσεις, η εμπιστοσύνη είναι η μόνη λύση του. Αλλά μια εταιρία, που ο σκοπός της είναι οτιδήποτε εμφανίζεται ως κερδοφόρο τη συγκεκριμένη στιγμή, είναι πρακτικώς βέβαιο ότι θα αθετήσει τις άγραφες συμφωνίες. Είναι βέβαιο ότι θα κινηθεί ευκαιριακά.

Αν οι διοικητές της δεν θελήσουν κάτι τέτοιο, τότε θα αντικατασταθούν. Κι αυτό γιατί, όπως ισχυρίζεται ο κ. Μάγερ «η εταιρία είναι ένα όχημα απόσπασης ενοικίου για τους πλέον βραχυπρόθεσμους μετόχους». Η ευθυγράμμιση των διοικητικών αμοιβών με τις μετοχικές αποδόσεις ενισχύει τον οπορτουνισμό.

Στην πράξη, πολλές καπιταλιστικές οικονομίες καταφέρνουν να μετριάζουν τους κινδύνους της μεγιστοποίησης της μετοχικής αξίας και της αγοράς στον εταιρικό έλεγχο. Αυτό ισχύει ειδικά στην ηπειρωτική Ευρώπη και ακόμη πιο ειδικά στη Γερμανία. Ισχύει όμως, υπογραμμίζει ο κ. Μάγερ, και στις ΗΠΑ, όπου η ιδέα πως η διοίκηση πρέπει να προστατεύεται από τους μετόχους είναι ευρέως αποδεκτή στην πράξη, κι ας μην είναι στη θεωρία.

Η Βρετανία είναι η χώρα που έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο την ιδέα.
Ο καθηγητής Μάγερ, ορθώς, ισχυρίζεται: «Το ελάττωμα των υπαρχόντων οικονομικών μοντέλων της επιχείρησης είναι ότι δεν αναγνωρίζεται το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους: το γεγονός ότι είναι μια ξεχωριστή νομική οντότητα.

Η μεγάλη σημασία αυτού προκύπτει από το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα να συντηρούν διευθετήσεις οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που οι ιδιοκτήτες τους, οι μέτοχοι, έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν.» Είναι, με άλλα λόγια, υπέρ του συμφέροντος των μετόχων να μην ελέγχουν πλήρως τις εταιρίες. Πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δέσουν τα χέρια τους.

Ο καθηγητής Μάγερ καταλήγει ότι η λύση είναι αυτό που αποκαλεί «εταιρία εμπιστοσύνης», μια εταιρία με άγραφες αξίες και ένα συμβούλιο που η δουλειά του θα είναι να τις εποπτεύει. Δικαιολογεί αυτήν τη δραστική σκέψη με τις αμφιβολίες που έχει για τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της ρυθμισης. Θα ήταν λιγότερο δραστικό να ενθαρρυνθούν οι εταιρίες να μελετήσουν αποκλίνουσες δομές ελέγχου. Μια τέτοια θα μπορούσε να είναι η εφαρμογή δικαιωμάτων ψήφου σε μετοχές των οποίων η ιδιοκτησία μπορεί να μεταφερθεί μόνο μετά από περίοδο διακράτησης ετών, όχι ωρών. Με αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος θα «παντρευτεί» τη δέσμευση. Θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν περιορισμένα δικαιώματα ελέγχου σε ορισμένες ομάδες εργαζομένων. Όμως αυτά δεν λέγονται ως επιχείρημα ότι η δεσμευμένη μακροχρόνια ιδιοκτησία είναι πάντα προτιμητέα. Ο οικογενειακός έλεγχος, για παράδειγμα, έχει δυνατά, αλλά και αδύναμα σημεία.

Η ορθή προσέγγιση της εταιρικής διακυβέρνησης είναι να αναγνωριστούν τα μεγάλα συμφέροντα που παίζονται στη διοίκηση και στη διαχείριση αυτών των περίπλοκων, ζωτικών και αιωνόβιων θεσμών. Το βέβαιο είναι ότι το κανονιστικό ακαδημαϊκό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών δεν είναι το καλύτερο.

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v