Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι «μεταρρυθμίσεις» δεν είναι λύση για την Ευρωζώνη

Για να ακολουθήσει η Ευρωζώνη το παράδειγμα της Γερμανίας, θα πρέπει να πετύχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 900 δισ. δολ. Ποιος θα το απορροφήσει όμως; Οι αγορές ουρλιάζουν στην Ευρώπη να δανειστεί για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.

  • του Martin Wolf
Οι «μεταρρυθμίσεις» δεν είναι λύση για την Ευρωζώνη

Θα μπορούσαν οι πολιτικές που ακολουθεί η ευρωζώνη να οδηγήσουν σε ισχυρή ανάκαμψη; Η απάντησή μου είναι ρητά «όχι». Δεδομένου ότι η περιοχή αντιστοιχεί στο 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αυτό έχει διεθνή αντίκτυπο.

Η Γερμανία καθόρισε την οικονομική στρατηγική της ευρωζώνης. Απαρτίζεται από τρία στοιχεία: διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομική πειθαρχία και νομισματική στήριξη. Προς το παρόν, αυτή η πολιτική δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει επαρκή ζήτηση. Το δεύτερο τρίμηνο του 2014, η πραγματική ζήτηση στην ευρωζώνη ήταν 5% χαμηλότερη από ό,τι το πρώτο τρίμηνο του 2008.

Η Γαλλία και η Ιταλία δέχονται πιέσεις να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να δοθεί ώθηση στις οικονομίες τους και κατά συνέπεια στην οικονομία της ευρωζώνης. Αυτές οι δύο χώρες αντιστοιχούν στο 38% του ΑΕΠ της περιοχής (η Γερμανία στο 28%). Για τις δύο αυτές χώρες, τα προτεινόμενα προγράμματα περιλαμβάνουν απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Και οι δύο παρακινούνται να ακολουθήσουν το παράδειγμα των γερμανικών «Μεταρρυθμίσεων Hertz» που εφαρμόστηκαν το 2003 και το 2005, στις οποίες συχνά αποδίδεται η καλή πορεία της γερμανικής αγοράς εργασίας.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές όμως δεν δημιούργησαν δυναμική συνολική ζήτηση. Από το δεύτερο τρίμηνο του 2004 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2014, η πραγματική εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας αυξήθηκε 11,2%, που αντιστοιχεί περίπου σε 1% ετησίως. Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα, αλλά σίγουρα αυτή δεν είναι απόδοση που αρμόζει σε μία «ατμομηχανή».

Εάν εξετάσει κανείς τις χρηματοοικονομικές κλαδικές ισορροπίες στη Γερμανία -τις διαφορές ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες της κυβέρνησης, του ιδιωτικού τομέα και των ξένων- ενισχύει αυτήν την επιχειρηματολογία. Η αντίδραση του ιδιωτικού τομέα στις μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν να αυξήσει μαζικά τα χρηματοοικονομικά πλεονάσματα. Δαπανούσε δηλαδή πολύ λιγότερο από τα έσοδά του. Καθώς μειώθηκε και το δημοσιονομικό έλλειμμα, εκτινάχθηκαν οι εκροές κεφαλαίων. Αυτό είναι εντυπωσιακό και πολύ σημαντικό. Εν συντομία, η αντίδραση του ιδιωτικού τομέα στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και στη δημοσιονομική σύσφιγξη ήταν να γίνει όλο και πιο φειδωλός, επομένως να συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες τοποθετήσεων στο εξωτερικό (συχνά αμφιβόλου ποιότητας).

Σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, οι μεταρρυθμίσεις πέτυχαν λίγα. Αντιθέτως, η Γερμανία έγινε πολύ πιο εξαρτημένη στη ζήτηση από το εξωτερικό. Παρομοίως, η δημοσιονομική σύσφιγξη δεν αποδέσμευσε μεγαλύτερες δαπάνες από τον ιδιωτικό τομέα. Είναι υπεραισιόδοξο να περιμένει κανείς ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τη ζήτηση στη Γαλλία και στην Ιταλία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν εντελώς μάταιες. Η Γερμανία έχει χαμηλή ανεργία παρά την αδύναμη ανάπτυξη. Η Βρετανία έχει επίσης χαμηλή ανεργία παρότι η ανάπτυξη παραμένει πιο αδύναμη από τα προ κρίσης επίπεδα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις ενθάρρυναν μία κοινωνία να μοιραστεί το μεγάλο αρνητικό σοκ για τον πληθυσμό με στάσιμα, αν όχι αρνητικά, πραγματικά κέρδη. Σύμπτωμα αυτού του είδους της προσαρμογής είναι η αδύναμη παραγωγικότητα. Στη γερμανική βιομηχανία, η παραγωγικότητα δεν έχει αυξηθεί από το 2007. Η απόδοση της παραγωγικότητας είναι επίσης αδύναμη στη Βρετανία. Η Γερμανία όμως, είχε ποσοστό ανεργίας 4,9% τον Ιούλιο και η Βρετανία 6%, ενώ η Γαλλία 10,4%.

Η κατάληξη είναι πως οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις πετυχαίνουν ελάχιστα -αν όχι μηδαμινά- για την ενίσχυση της ζήτησης. Στην περίπτωση της Γερμανίας, η ζήτηση προήλθε από το εξωτερικό. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την ευρωζώνη όμως; Μία θεωρητική εκδοχή θα ήταν να δημιουργήσει η ευρωζώνη πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αντίστοιχο με το γερμανικό (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Αυτό συνεπάγεται πλεόνασμα 900 δισ. δολ., ενώ το 2013 η ευρωζώνη πέτυχε 300 δισ. δολ.

Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να είναι βιώσιμο. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορεί να απορροφήσει τέτοιο πλεόνασμα και ενδεχόμενη ανατίμηση του ευρώ μάλλον θα το εκμηδενίσει. Το σωστό συμπλήρωμα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι η επιπλέον ζήτηση εντός της ευρωζώνης. Αν μη τι άλλο, αυτό απαιτείται για να αντισταθμιστούν οι δυσκολίες που δημιουργούνται από τον υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό και την πιθανότητα αποπληθωρισμού. Ο δομικός πληθωρισμός στη Γερμανία διαμορφώνεται στο 1,2% και είναι πολύ χαμηλός για να λειτουργήσει αποδοτικά η προσαρμογή.

Δεδομένου ότι η συμβατική νομισματική πολιτική βρίσκεται στα όριά της, οι επιλογές που διαθέτουμε κυμαίνονται μεταξύ αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η Γερμανία νιώθει πολύ άβολα και με τα δύο.

Η Γερμανία όμως εν μέρει επειδή λειτουργεί ως επενδυτική όαση ασφαλείας, μπορεί να δανειστεί με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Το 30ετές ομόλογό της δίνει απόδοση 1,8%. Εάν εκτιμήσει κάποιος ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πετύχει τον στόχο του πληθωρισμού, αυτό συνεπάγεται μηδενικά μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια. Με τέτοιο αμελητέο κόστος δανεισμού, μπορεί να αλλάξουν οι απόψεις για το κόστος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η Γερμανία θα μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με τέτοια επιτόκια και να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει επιπλέον δημόσιες επενδύσεις.

Δεν έχει νόημα να επικεντρωνόμαστε στα ελλείμματα και στα χρέη, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το ύψος των επιτοκίων. Αντίστοιχα, είναι παράλογο να επικεντρωνόμαστε στο εάν η Γαλλία θα καταπατήσει τους κανόνες για τα ελλείμματα. Ακόμη και τα 10ετή ομόλογα της Γαλλίας έχουν απόδοση 1,1%. Οι αγορές ουρλιάζουν: «Δανειστείτε!».

Η μεγάλη πρόκληση για την ευρωζώνη δεν είναι να δημιουργήσει θεσμούς, αλλά να προωθήσει την προσαρμογή και να ανακτήσει την ανάπτυξη. Δεν μπορεί να αναμένεται ότι οι πολίτες της θα είναι για πάντα υπομονετικοί. Πράγματι, ο κίνδυνος της συνεχιζόμενης οικονομικής στασιμότητας είναι εμφανής.

Δικαίως η Γερμανία τονίζει ότι τα κράτη της ευρωζώνης χρειάζονται μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις. Είναι λάθος όμως, να πιστεύει ότι μόνο με τις μεταρρυθμίσεις θα δημιουργηθεί ανάπτυξη. Τα στοιχεία από τη δική της εμπειρία με τις μεταρρυθμίσεις δίνουν την απάντηση.

Ούτε έχει νόημα να βασίζεται κανείς σε ακόμη μεγαλύτερα εξωτερικά πλεονάσματα. Μία πολιτική που λειτουργεί για τη Γερμανία (αν και αυτό είναι συζητήσιμο) δεν μπορεί να λειτουργεί για μία οικονομία με τριπλάσιο μέγεθος.

Η ευρωζώνη χρειάζεται να πετύχει μία ισορροπία ανάμεσα σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση της ζήτησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι η επόμενη στασιμότητα αποτελεί μεγάλη απειλή στη σταθερότητα. Η ευρωζώνη χρειάζεται να διακινδυνεύσει την επέκταση. Αυτή είναι πλέον η πιο ασφαλής διαδρομή.

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v