Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ο Βαρουφάκης και ο μύθος της «βέλτιστης πρακτικής» στα εργασιακά

Στα εργασιακά δεν υπάρχει ευρωπαϊκό πρότυπο το οποίο να μπορεί να εφαρμόσει η Ελλάδα. Οι αλληλοσυνδεόμενοι κύκλοι εξουσίας στη χώρα, τα κατεστημένα συμφέροντα και οι πελατειακές σχέσεις στην οικονομία. Το αγκάθι των ιδιωτικοποιήσεων στην καρδιά των εργασιακών.

  • Του Alan Beattie
Ο Βαρουφάκης και ο μύθος της «βέλτιστης πρακτικής» στα εργασιακά

Ένα ακόμη τέρας της ελληνικής μυθολογίας επινοήθηκε αυτήν την εβδομάδα με την επιστολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις για την παράταση της στήριξης στη χώρα. Ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης ξεκίνησε γενναία στην αναζήτηση ενός νέου φανταστικού πλάσματος: «Της βέλτιστης πρακτικής της Ε.Ε. σε όλο το εύρος της νομοθεσίας που αφορά την αγορά εργασίας».

Η υφιστάμενη νομοθεσία στην Ελλάδα για την αγορά εργασίας αδιαμφισβήτητα έχει κάποια χαρακτηριστικά που απέχουν πολύ από ό,τι ισχύει κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ διαμαρτύρεται ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, οι ομαδικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα αποδεικνύονται λίγο-πολύ ανέφικτες,  καθώς υπάρχει η προϋπόθεση για δημόσια έγκριση. 

Από την άλλη πλευρά, βάσει των προϋποθέσεων της στήριξης, η Ελλάδα έχει μειώσει τον κατώτατο μισθό ο οποίος είναι πλέον ένας από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη, ώστε να ενθαρρύνει την ενίσχυση των προσλήψεων. Η νέα επιστολή δεσμεύεται ρητά ότι δεν θα υπάρξει αύξηση στον κατώτατο μισθό χωρίς συμφωνία με τους «θεσμούς» (δηλαδή την τρόικα).

Προτείνει επίσης τη θέσπιση ενός σώματος που θα αποφασίζει εάν το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας δικαιολογεί αλλαγή στον κατώτατο μισθό. Αυτό μοιάζει περίπου με τη Low Pay Commission της Βρετανίας, που δημιουργήθηκε το 1997 μαζί με τον πρώτο νόμο της χώρας για κατώτατο μισθό, η οποία έχει κάνει εξαιρετική δουλειά ώστε το επίπεδο του μισθού να αποτελεί τεχνοκρατική και όχι πολιτική απόφαση.

Αμφισβητείται, όμως, εάν υπάρχει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πρότυπο στο οποίο να μπορεί να προσκολληθεί η Ελλάδα – και το οποίο θα μπορεί μόνο του να αλλάξει πολυετείς πρακτικές στην ελληνική αγορά εργασίας. Οι αγορές εργασίας αλλάζουν περισσότερο λόγω των οικονομικών τάσεων και όχι τόσο με τροποποιήσεις στην εργασιακή νομοθεσία.

Για παράδειγμα: Μία δέσμευση στην επιστολή που χαρακτηρίζεται ανατροπή από τις προηγούμενες δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διατήρηση των αλλαγών στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που είχε ζητήσει η τρόικα το 2010. Η Ελλάδα είχε μέχρι πρότινος ένα περίπλοκο σύστημα συμβάσεων σε επίπεδο κράτους, κλάδου και επιχείρησης. Αυτή η δομή αναδιαρθρώθηκε σημαντικά το 2011 όταν δόθηκε στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να κάνουν συμφωνίες μείωσης μισθών και για την επιβολή λιγότερο γενναιόδωρων συνθηκών από ό,τι επιβάλλει η κλαδική ή η εθνική σύμβαση εργασίας.

Στόχος ήταν να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις επιχειρήσεις. Και ήταν αξιέπαινος. Στη Βρετανία για παράδειγμα, το σύστημα είναι παρόμοιο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα. Παρ' όλα αυτά, ορισμένες από τις πιο επιτυχημένες οικονομίες στην Ευρώπη, όπως η Σουηδία, η Ολλανδία και η Δανία, έχουν διατηρήσει σημαντικό βαθμό συγκέντρωσης στη διαπραγμάτευση των μισθών, καθώς το 80% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται από τέτοιες συμφωνίες, οι οποίες κατά κύριο λόγο γίνονται σε κλαδικό επίπεδο.

Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα είναι ήδη κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς εκτιμάται ότι το 65% των εργαζομένων της καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στη Γερμανία ο πήχης είναι οριακά χαμηλότερος. Από το 2011, το 61% των εργαζομένων στην πρώην δυτική Γερμανία καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκ των οποίων το 54% αφορά κλαδικές συμβάσεις και όχι συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης. Στην πρώην ανατολική Γερμανία, τα ποσοστά είναι χαμηλότερα, καθώς αγγίζουν το 49% και το 37% αντιστοίχως.

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας στη Γερμανία όμως, έχουν κρατήσει τους μισθούς σχεδόν στα ίδια επίπεδα επί 15 έτη, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας εντός της ευρωζώνης (εύσημα θα πρέπει επίσης να αποδοθούν και στις μεταρρυθμίσεις Hartz για τα κοινωνικά επιδόματα και τη Συμφωνία Ένταξης στην Αγορά Εργασίας, αν και δεν ήταν η βασική αιτία).

Είναι γεγονός ότι η διαπραγμάτευση για τους μισθούς στη Γερμανία έρρεπε προς την αποκέντρωση, καθώς υπήρχε η εκτίμηση ότι οι κλαδικές συμφωνίες μπορεί να είναι θετικές για τη διαχείριση του συνολικού επιπέδου των τιμών, αλλά παράλληλα καταπνίγουν την ευελιξία και τον ανταγωνισμό. Στην πράξη, πάντως, αυτό μπορεί να μην είναι αποκλειστικά θετικός παράγοντας, καθώς φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε σε συνδικαλιστικό ανταγωνισμό, όπως έγινε στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1970.

Επιπλέον, η Γερμανία ανησυχεί τώρα -αν και καθυστερημένα- πως σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης μέσω της αύξησης των πραγματικών μισθών, οι κλαδικές συμβάσεις (όπως αυτή που υπέγραψε πρόσφατα η IG Metall) είναι πιο ισχυρό εργαλείο από τις εταιρικές συμφωνίες. Δεν είναι σαφές εάν το πρόβλημα της χώρας είναι η ίδια η συλλογική διαπραγμάτευση ή η εσφαλμένη χρήση της.

Η πραγματικότητα είναι πως η αλλαγή της δομής στους θεσμούς της αγοράς εργασίας δεν θα βελτιώσει την απόδοση εάν δεν αλλάξουν παράλληλα συνήθειες, πρακτικές και νοοτροπία. Το μοντέλο των συνδικαλιστών που διαπραγματεύονται για τους μισθούς σε κλαδικό επίπεδο είναι απολύτως συμβατό με τη σχετική ευελιξία και την καλύτερη απόδοση της αγοράς εργασίας (όπως δείχνουν τα παραδείγματα της Δανίας και της Σουηδίας) αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε κακές εργασιακές σχέσεις και σε χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (όπως δείχνει το παράδειγμα της Γαλλίας).

Επιπλέον, η εμπειρία άλλων χωρών που προχώρησαν σε απορρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι πως ο στόχος μπορεί τελικά να επιτευχθεί με αλλαγές στη δομή της οικονομίας. Η κυβέρνηση της Θάτσερ στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1980 για παράδειγμα προχώρησε σταδιακά σε αποδυνάμωση των συνδικάτων καταργώντας την υποχρεωτική συμμετοχή σε αυτά και επιβάλλοντας να προηγείται ψηφοφορία των μελών για να γίνει απεργία. Τελικά όμως, η αναδιάρθρωση και η ταχεία συρρίκνωση των κλάδων της οικονομίας που μέχρι πρότινος είχαν ισχυρά εργατικά συνδικάτα -όπως η βιομηχανία και οι μεταλλευτικές- αποδείχθηκε εξίσου σημαντικός παράγοντας. Ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας ειδικότερα άλλαξε με την ιδιωτικοποίηση της Leyland και την έλευση νέων εταιρειών όπως η Nissan η οποία επέμεινε ότι ήθελε να διαπραγματεύεται με ένα μόνο συνδικάτο.

Στην Ελλάδα, η ιδιωτικοποίηση του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Πειραιά το 2008 είχε παρόμοιο αντίκτυπο. Η κινεζική Cosco προσλαμβάνει εργαζόμενους με σημαντικά χαμηλότερους μισθούς από εκείνους που διαπραγματεύθηκε το συνδικάτο για τους εργαζόμενους στο υπόλοιπο λιμάνι. Όταν έφτασε στη χώρα, οι λιμενεργάτες την υποδέχθηκαν με απεργία 6 εβδομάδων. Τώρα όμως, με την αύξηση της αποδοτικότητας και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης έχει αποσπάσει -απρόθυμα έστω- αποδοχή.

Η επιστολή αυτής της εβδομάδας, εν αντιθέσει με την προηγούμενη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει ότι θα προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει. Σε αυτή την περίπτωση, η πώληση των υπόλοιπων δύο τρίτων του ΟΛΠ μπορεί να έχει αντίστοιχο αντίκτυπο στις πρακτικές απασχόλησης.

Παρ' όλα αυτά, εάν ο υπουργός Ενέργειας Παναγιώτης Λαφαζάνης επικρατήσει και μπλοκάρει τις ιδιωτικοποιήσεις σε ΔΕΗ και ΑΔΜΗΕ, θα περιοριστεί ο αντίκτυπος στην αγορά εργασίας μέσω των δομικών αλλαγών.

Η απασχόληση και οι εργασιακές σχέσεις δεν λαμβάνουν χώρα σε πολιτικό κενό. Δεν εξαφανίζονται με δύο νόμους οι αλληλοσυνδεόμενοι κύκλοι εξουσίας στην Ελλάδα που ενεργούσαν μέσα από τα συνδικάτα, τις ευνοούμενες επιχειρήσεις και την προσοδοθηρία των πολιτικών. Το νέο σύστημα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού στη χώρα μπορεί να αιχμαλωτιστεί από τα κατεστημένα συμφέροντα. Ακόμη κι αν αλλάξει η συλλογική διαπραγμάτευση, τα συνδικάτα μπορεί να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τις ίδιες ευνοϊκές συμφωνίες για τα μέλη τους σε επίπεδο επιχειρήσεων.

Η ψήφιση της νομοθεσίας για τα εργασιακά είναι ένα βήμα για τη διάλυση του πελατειακού συστήματος που κυριαρχεί στην ελληνική οικονομία. Ακόμη κι αν ο Βαρουφάκης εντοπίσει τη μυθική «βέλτιστη πρακτική στην Ε.Ε.», θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να υπάρξει βιώσιμη και αισθητή βελτίωση.

© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v