Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Lex: Λάθος η διάγνωση για «δηλητηρίαση» των γερμανικών τραπεζών

Η ασθένεια των γερμανικών τραπεζών δεν είναι τα χαμηλά επιτόκια, αλλά το υψηλό κόστος. Πως τους «έβαλε τα γυαλιά» η ολλανδική ING. Υπερβολική η αντίδραση της γερμανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς για τις πολιτικές της ΕΚΤ.

Lex: Λάθος η διάγνωση για «δηλητηρίαση» των γερμανικών τραπεζών

Τα πρώτα συμπτώματα μιας δηλητηρίασης: θολή όραση, σύγχυση και υπερευαισθησία.

Η BaFin, η γερμανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς, έχει περιγράψει την πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ ως «διαρροή δηλητηρίου» στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Στην φορτισμένη ανακοίνωση της, η BaFin έχει διαγνώσει λάθος την ασθένεια.

Η πραγματική τοξική ουσία είναι το υψηλό κόστος.

Η μέση σχέση κόστους εσόδων για μια γερμανική τράπεζα είναι 70%, αναφέρει η κεντρική τράπεζα της χώρας, το υψηλότερο Ευρώπη. Για τις αποταμιευτικές και συνεταιριστικές τράπεζες της Γερμανίας, που αντιστοιχούν σε πάνω από το μισό όλων των δανείων και καταθέσεων, η σχέση είναι 77%.

Επιπλέον, είναι και το μικρό μέγεθος των γερμανικών τραπεζών. Οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες, οι Commerzbank, Deutsche Bank και HVB, αντιστοιχούν μόλις στο ένα πέμπτο της αγοράς. Στον αντίποδα, τα δύο τρίτα της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου ανήκουν στις Lloyds, Barclays και Royal Bank of Scotland.

Τα έσοδα από τόκους, μεταξύ του 25% και του 30% των τραπεζικών εσόδων, είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη (η εξαίρεση είναι η Commerzbank).

Η οργή που εκφράζει η BaFin εκ μέρους των Γερμανών αποταμιευτών δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζει κανέναν. Οι τράπεζες της χώρας αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των πλεοναζουσών αποταμιεύσεων στην ΕΚΤ, που αυτή την στιγμή φορολογούνται στις 40 μονάδες βάσης. Αυτό τους κοστίζει περίπου 787 εκατ. ευρώ το χρόνο, ένα χτύπημα στα κέρδη που επιδεινώνεται από την απροθυμία τους να περάσουν τα κόστη αυτά στους καταθέτες. Τα καθαρά περιθώρια τόκων τα έχουν απορροφήσει.

Ενδεχομένως το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, με την ανάγκη για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση για την κατασκευή προϊόντων, χρειάζεται πολλές τοπικές τράπεζες που χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις. Αν είναι έτσι, τότε ίσως τα χαμηλά τραπεζικά κέρδη όταν η καμπύλη των αποδόσεων γίνεται επίπεδη να είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν.

Αλλά η ING δείχνει πως υπάρχουν περιθώρια για να σφίξει το ζωνάρι. Η ολλανδική νεοεισερχόμενη, που περηφανεύεται για μια σχέση κόστους-εσόδων στο 44%, έχει μετατραπεί στην τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα λιανικής όσον αφορά τον αριθμό των λογαριασμών από τότε που μπήκε στην αγορά το 1998.

Τα υψηλότερα επιτόκια θα προσέφεραν πράγματι ένα προσωρινό αντίδοτο για αυτό που πονάει τις γερμανικές τράπεζες. Αλλά η περικοπή του κόστους είναι η μόνη μακροπρόθεσμη θεραπεία.

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v