Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Νέο «Γολγοθά» φέρνει η Mifid II για τις ΑΕΠΕΥ

Εντείνονται τα προβλήματα για τις ελληνικές ΑΕΠΕΥ, εξαιτίας της περαιτέρω υπερρύθμισης που φέρνει το περιβάλλον Mifid II. Πιθανή η επιβολή αλλαγών στον τρόπο αμοιβής των στελεχών και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους.

Νέο «Γολγοθά» φέρνει η Mifid II για τις ΑΕΠΕΥ

Ιδιαίτερα επίπονη προετοιμασία απαιτείται από τις εγχώριες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΧΕΠΕΥ και ΑΕΠΕΥ), προκειμένου αυτές να είναι σε θέση από την 1η Ιανουαρίου του 2018 να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του επερχόμενου θεσμικού πλαισίου Mifid II.

Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, θα χρειαστούν εκατοντάδες ώρες δουλειάς και σημαντικότατο κόστος, προκειμένου όχι μόνο να κατανοηθεί το εύρος των απαιτούμενων αλλαγών, αλλά και να γίνουν οι ενδεχόμενες απαιτούμενες εσωτερικές αναδιαρθρώσεις στον τρόπο λειτουργίας κάθε εταιρείας.

Και όλα αυτά βέβαια, σε μια περίοδο που οι εγχώριες ΑΧΕΠΕΥ και ΑΕΠΕΥ είναι «στριμωγμένες στα σκοινιά» λόγω της οικονομικής κρίσης, των capital controls και των ιδιαίτερα μειωμένων συναλλαγών στο ΧΑ (δεν είναι τυχαίο ότι οι πλείστες από τις εταιρείες του κλάδου που δημοσίευσαν εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις υποχρεώθηκαν σε μικρές ή και μεγάλες ζημίες, παρά τις αυστηρές πολιτικές περικοπών δαπανών που υιοθετήθηκαν).

«Ήδη από τη θεσμοθέτηση της Mifid I, ζούμε σε ένα περιβάλλον υπερρύθμισης, που πλήττει κυρίως τις μικρού μεγέθους ΕΠΕΥ ολόκληρης της Ευρώπης και φυσικά τις ελληνικές. Τώρα, με τη Mifid II, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση των μεγάλων τραπεζών και των λοιπών ισχυρών παικτών σε βάρος των υπόλοιπων», δηλώνει στο Euro2day.gr εγχώριος παράγοντας της χρηματιστηριακής αγοράς, ο οποίος συμπληρώνει:

«Το κακό είναι πως οι εγχώριοι θεσμικοί φορείς δεν έχουν καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να αντιδράσουν αποτελεσματικά απέναντι σε άδικες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρώπης, όταν αυτές μπαίνουν σε διαβούλευση. Τόσο η δική μας αντίδραση, όσο και αυτή των άλλων χωρών της Ευρώπης που πλήττονται από τις εξελίξεις αυτές, θα έπρεπε να ήταν εντονότερες και αποτελεσματικότερες. Ακόμη και τώρα, όμως, πιστεύω πως αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να διορθωθούν».

Ενδεικτικό στοιχείο των παρεμβάσεων που έρχονται από την Ευρώπη είναι το ότι κάποια στιγμή είναι πολύ πιθανόν να απασχολήσει τις εγχώριες ΑΕΠΕΥ και ΑΧΕΠΕΥ ο τρόπος αμοιβής τόσο των στελεχών τους, όσο και των «συνδεδεμένων αντιπροσώπων» τους, που αυτή την περίοδο αποτελούν την πλειονότητα των συνεργατών τους.
Και όταν λέμε στελεχών, αναφερόμαστε σε άτομα που «έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην παρεχόμενη υπηρεσία, ή και στην εταιρική συμπεριφορά της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών του τμήματος πωλήσεων, ή και άλλου προσώπου που συνεισφέρει έμμεσα στην παροχή επενδυτικών ή και παρεπόμενων υπηρεσιών».

Ειδικότερα, η υπάρχουσα σχετική κατευθυντήρια οδηγία της Ευρώπης κάνει λόγο για αμοιβές που θα πρέπει να προκύπτουν τόσο από ποσοτικά, όσο και από ποιοτικά κριτήρια, σε αντίθεση με την ελληνική πρακτική που θέλει τι αποδοχές πολλών στελεχών και του συνόλου των συνδεδεμένων αντιπροσώπων να εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την αξία των συναλλαγών που φέρνουν στη συνεργαζόμενη χρηματιστηριακή εταιρεία ή ΑΕΠΕΥ.

Σύμφωνα μάλιστα με την Οδηγία, «όταν οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών της επιχείρησης συνδέουν άμεσα το ύψος των αποδοχών με την πώληση συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου, η εν λόγω επιχείρηση δύσκολα μπορεί να αποδείξει ότι πληροί τους όρους συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της οδηγίας MiFID περί επαγγελματικής δεοντολογίας ή σύγκρουσης συμφερόντων».

Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται πως η αμοιβή με βάση μόνο την αξία των συναλλαγών αφήνει περιθώρια στην εταιρεία και στα στελέχη να σχεδιάσουν με γνώμονα το δικό τους βραχυπρόθεσμο συμφέρον, χωρίς να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή λύση προς όφελος των πελατών τους.

Με αυτή τη λογική λοιπόν, οι αμοιβές θα πρέπει να βασίζονται μόνο ως ένα βαθμό σε ποσοτικά κριτήρια και το υπόλοιπο της αμοιβής θα προέρχεται από ποιοτικά κριτήρια που μπορούν να είναι π.χ. η απόδοση των πελατών-επενδυτών σε μακροπρόθεσμη βάση, η τήρηση κανόνων δεοντολογίας, ή και ο μικρός αριθμός παραπόνων από πελάτες.

Από την πλευρά τους, παράγοντες της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς υποστηρίζουν πως «τα πράγματα στον τομέα αυτό θα πρέπει να διατηρηθούν όπως ακριβώς έχουν. Οι προτεινόμενες αλλαγές θα οδηγήσουν σε ριζική αλλαγή ολόκληρη τη λειτουργία των ελληνικών ΑΕΠΕΥ, με αποτελέσματα που δεν μπορούν εύκολα να προβλεφθούν και που ίσως να αποδειχτούν καταστροφικά».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v