Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Άμα θες να… μείνεις, μείνε!

Τις αποφάσεις, τελικά, εμείς τις παίρνουμε και τα επίχειρά τους εμείς τα υφιστάμεθα. Είτε πρόκειται για το εάν θα φύγουν «νωρίτερα» οι θεσμοί, είτε για το οικονομικό και νομισματικό μέλλον της χώρας. Μία απόφαση είναι…

Άμα θες να… μείνεις, μείνε!

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Ούτε ιδεολογικές ιδεοληψίες της μίας ή της άλλης όχθης, ούτε θεωρίες συνωμοσίας για ανίερες συμπράξεις με ανομολόγητους στόχους για τη χώρα μας, ούτε και ευφάνταστα σενάρια κάθε είδους, επί γεωπολιτικών ή άλλων εξελίξεων.

Τίποτα από όλα αυτά δεν αντέχει ως επαρκής εξήγηση και ερμηνεία της στενωπού, ενώπιον της οποίας βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα.

Αντίθετα, η στοιχειώδης λογική και μία ελάχιστη αίσθηση ευθύνης ίσως εξηγούν -σε μεγάλο βαθμό- όσα μας συμβαίνουν.

Ίσως εξηγούν τους λόγους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε εάν οι θεσμοί θα μείνουν για την ολοκλήρωση του περίφημου staff level agreement ή θα φύγουν πριν την ώρα τους και πότε θα επιστρέψουν για το «κλείσιμο» της τρέχουσας αξιολόγησης.

Ίσως εξηγούν γιατί συνεχίστηκαν και εφέτος οι εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, συνιστώντας -κατά τη Moody’s- ένα «πιστωτικά αρνητικό» γεγονός, όπως εξηγούν -κατά πάσα βεβαιότητα- και την επενδυτική απραξία, η οποία συνεχίζει να κατατρέχει την ελληνική οικονομία.

Διότι, πολύ απλά, η χώρα μας εξακολουθεί να μην πείθει. Ούτε τους «έξω», αλλά ούτε και τους «μέσα», γιατί όπως λέει ο φίλτατος Β. Σόιμπλε, άλλα λέει στους «έξω» και άλλα στους «μέσα».

«Δεν αντιπροσωπεύουν όλα όσα δηλώνονται στην Αθήνα αυτά που έχουν συμφωνηθεί. Αλλά αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στην πολιτική καθημερινότητα», υποστήριξε χθες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ενώπιον διεθνούς κοινού εκπροσώπων του Τύπου.

Έχει άδικο;

Δεν δεσμεύτηκε η Ελλάδα, το καλοκαίρι του 2015, σε όσα προέβλεπε το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο που υπέγραψε με τους εταίρους και δανειστές της; Ανταποκρίνεται σε αυτές τις δεσμεύσεις;

Δεν συμφώνησε, στο Eurogroup της 25ης Μαΐου, πέρυσι, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα εξεταστούν μετά το τέλος του προγράμματος, όπως και σε στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% «μεσοπρόθεσμα» μετά το 2018, επαναλαμβάνοντας, μάλιστα, αυτή τη δέσμευσή της και στη συνέχεια;

Ακόμη κι αν συντρέχουν σαφείς λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας εκ μέρους των δανειστών μας, με κυρίαρχη τη Γερμανία, που αποτρέπουν τη λήψη αποφάσεων για την ελάφρυνση του χρέους νωρίτερα, η χώρα μας, μέσω της παρούσας κυβέρνησης, δεν έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή της σε αυτές τις αποφάσεις;

Γιατί το κάνουμε τότε όλο αυτό το «πράγμα» πιο περίπλοκο από όσο του αξίζει να είναι;

Γιατί πρέπει να απορούμε που η ελληνική οικονομία ακόμη δεν έχει εξασφαλίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα όφειλε να έχει -μετά από 7 χρόνια ύφεσης- αλλά και που προέβλεπαν σχεδόν όλες οι αναλύσεις, εφόσον εφαρμοζόταν απρόσκοπτα το πρόγραμμα προσαρμογής της οικονομίας της;

Γιατί πρέπει να απορούμε που ξένοι οίκοι, όπως -και πάλι- η Moody’s, την «ξεχωρίζουν» από άλλες χώρες της Ευρωζώνης, λέγοντας ότι μόνο για την Ελλάδα παραμένει υπαρκτός ο κίνδυνος εξόδου από το ευρώ;

Δυστυχώς, όσο περίπλοκα ή ασαφή κι αν εμφανίζονται ενίοτε τα πράγματα, συνήθως δεν αφορούν τίποτα περισσότερο από τις αποφάσεις που εμείς οι ίδιοι λαμβάνουμε και τη βούλησή μας να υλοποιήσουμε τις όποιες δεσμεύσεις μας.

Κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο που θα αποφασίσουμε εάν πρέπει -πραγματικά- να ανοίξει ή όχι η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα, να αποκτήσει η χώρα ένα δίκαιο και βιώσιμο φορολογικό σύστημα ή να εκσυγχρονίσει τον δημόσιο τομέα της ώστε να παράγει αποτέλεσμα έναντι των χρημάτων που καταβάλλει ο κάθε φορολογούμενος, έτσι οφείλουμε να αποφασίσουμε και «πού ανήκουμε;».  

Ως χώρα, ως οικονομία, ως νόμισμα.  

Όσο κι αν αμφισβητείται στην εγχώρια πολιτική σκηνή, τελικά τις αποφάσεις εμείς τις παίρνουμε. Και εμείς είμαστε εκείνοι που υφίστανται τα επίχειρα αυτών των αποφάσεων.

Οι περίφημοι «εταίροι και δανειστές μας» μας υπόσχονται διάφορα τινά, όπως η -προφανώς αναγκαία- ελάφρυνση του χρέους και εμφανίζονται «διαλλακτικοί» σε ζητήματα όπως οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα («…το αν θα είναι 3,5% ή 2,7% ή κάτι άλλο είναι αντικείμενο της διαπραγμάτευσης με την τρόικα», μας είπε χθες ο φίλτατος Σόιμπλε).

Για να φτάσουμε εκεί, όμως, πρέπει να κάνουμε ολόκληρο το ταξίδι. Έως το τέλος του προγράμματος και να πείσουμε ότι τιμούμε την υπογραφή μας.  

Εντέλει, ακόμη και το Grexit δική μας απόφαση είναι και δεν χρειαζόμαστε κανέναν Σόιμπλε να μας το θυμίσει… ή όχι;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v