Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ψωμί και σιτηρά: Εξελίξεις και ανακατατάξεις

Η αγορά του ψωμιού είναι στάσιμη και υπολογίζεται γύρω στους 650.000 τόνους ετησίως. Η πλειονότητα των προϊόντων αυτών παράγεται από οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το μερίδιο αγοράς του βιομηχανοποιημένου ψωμιού θα φτάσει το 2008 στο 10,2%. Εν τω μεταξύ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των σιτηρών.

Ψωμί και σιτηρά: Εξελίξεις και ανακατατάξεις
Η αγορά του ψωμιού είναι στάσιμη και υπολογίζεται γύρω στους 650.000 τόνους ετησίως. Η πλειονότητα των προϊόντων αυτών παράγεται από οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το μερίδιο αγοράς του βιομηχανοποιημένου ψωμιού θα φτάσει το 2008 στο 10,2%. Εν τω μεταξύ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των σιτηρών, λόγω της ραγδαίας ανόδου στις τιμές των σιτηρών και την ευρύτερη σημασία που είχε αυτή για τον κλάδο των τροφίμων.

ΨΩΜΙ

Η αγορά του ψωμιού είναι στάσιμη και υπολογίζεται γύρω στους 650.000 τόνους ετησίως. Η πλειονότητα των προϊόντων αυτών παράγεται από οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ αντίθετα το βιομηχανοποιημένο ψωμί (στοιχεία ICAP) το 2004 ανήλθε σε 42.000 τόνους (6,5% της συνολικής αγοράς), το 2005 σε 42.250 τόνους, ενώ οι εκτιμήσεις για την τριετία 2006 - 2008 ήταν 48.750 τόνοι για το 2006, 56.550 για το 2007 και 66.300 τόνοι για το 2008.

Μέσω αυτών των εκτιμήσεων, το μερίδιο αγοράς του βιομηχανοποιημένου ψωμιού θα φτάσει το 2008 στο 10,2%, έναντι μόλις 6,5% που ήταν το 2004. Οι εκτιμήσεις αυτές βέβαια προφανώς είχαν συμπεριλάβει και το ψωμί bake off, η παραγωγή του οποίου όμως παραμένει σε χαμηλά επίπεδα λόγω του ανεπαρκούς θεσμικού πλαισίου, όπως υποστηρίζουν οι βιομηχανίες.

Οι υποστηρικτές του ψωμιού τύπου bake off έχουν ως επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν θα προσφέρεται στον καταναλωτή φρέσκο ψωμί όλη τη διάρκεια της ημέρας, όπως επίσης ότι θα μειωθεί δραστικά η παραγωγή των φούρνων, η οποία πετάγεται καθώς δεν μπορεί να πουληθεί στο τέλος της ημέρας.

Και οι τρεις μεγαλύτερες αρτοβιομηχανίες της χώρας είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Πρόκειται για την Κατσέλης (με μερίδιο αγοράς γύρω στο 40%), την Καραμολέγκος και την Elbisco, η οποία βέβαια δραστηριοποιείται και σε άλλους κλάδους τροφίμων.

Μεταξύ των βιομηχανιών του κλάδου την τελευταία διετία σημειώθηκε σημαντική κινητικότητα, καθώς από τη μια πλευρά είχαμε τη χωρίς αποτέλεσμα πρόταση της Κατσέλης για ”συμπόρευση” με την Καραμολέγκος, ενώ φέτος είχαμε το πέρασμα της Κατσέλης στον όμιλο Αλλατίνη της οικογένειας Δαυίδ, έπειτα από ”επεισοδιακή” δημόσια πρόταση.

Με τον τρόπο αυτόν η Αλλατίνη, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή αλεύρων, καθετοποιεί την παραγωγική διαδικασία της. Κινητικότητα υπήρξε και στην Elbisco, όπου η καταρχήν συμφωνία με την ΕΛΓΕΚΑ τελικά δεν προχώρησε.

Η ιδιαίτερη περίπτωση των σιτηρών

Αν και η δημοσιότητα που κέρδισε το θέμα ήταν σαφώς περιορισμένη, λίγοι από τους αναλυτές των μεγάλων οίκων του εξωτερικού δεν ασχολήθηκαν με τη ραγδαία άνοδο στις τιμές των σιτηρών και την ευρύτερη σημασία που είχε αυτή για τον κλάδο των τροφίμων.

Η ελλειμματική παγκόσμια παραγωγή, η οποία αυτή τη στιγμή είναι μικρότερη από τη ζήτηση κατά 21 εκατ. τόνους, τα ακραία καιρικά φαινόμενα που δυσχεραίνουν και συχνά απαγορεύουν την παραγωγή αλλά και την απορρόφηση ενός μεγάλου μέρους των παραγόμενων προϊόντων από τη βιομηχανία παραγωγής βιοκαυσίμων αποτελούν τους βασικούς λόγους για την αύξηση στην τιμή των σιτηρών, η οποία όπως είναι λογικό εμφανίζει τις επιδράσεις της και στην ελληνική αγορά.

Για το βόρειο ημισφαίριο ο χειμώνας 2006 - 2007 ήταν ο πιο ζεστός των τελευταίων ετών, η άνοιξη είχε τη μεγαλύτερη ξηρασία και το καλοκαίρι (ιδιαίτερα στην κεντρική και στη βόρεια Ευρώπη) σημειώθηκαν οι περισσότερες βροχοπτώσεις. Η ξηρασία στην περίοδο της ανάπτυξης των φυτών και οι πλημμύρες την περίοδο της συγκομιδής είχαν καταστροφικές συνέπειες στα σιτηρά.

Στην Αυστραλία η παντελής απουσία βροχοπτώσεων απειλεί με εξαφάνιση τις καλλιέργειες των δημητριακών, ενώ οι παραδοσιακές παραγωγοί χώρες, όπως η Ρωσία, η Ουκρανία και η Ρουμανία, που στο παρελθόν εξήγαν πολλαπλάσιες ποσότητες από αυτές που κατανάλωναν, φέτος αναγκάζονται να προχωρήσουν στην εισαγωγή σιτηρών για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Την ίδια στιγμή, η ζήτηση δημητριακών και ελαιούχων σπόρων βαίνει αυξανόμενη αφού μέσω αυτής εξασφαλίζεται η πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοκαυσίμων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2004 παράχθηκαν για βιοαιθανόλη 53 εκατ. τόνοι, το 2005 59 εκατ. τόνοι, πέρυσι 71 εκατ. τόνοι, ενώ φέτος υπολογίζεται πως η συγκεκριμένη βιομηχανία θα απαιτήσει 91 εκατ. τόνους δημητριακών.

Παράλληλα, η αύξηση στην τιμή των κανονικών καυσίμων, πέραν του ότι καθιστά τα βιοκαύσιμα όλο και πιο λογική επιλογή, αυξάνει το κόστος των μεταφορών, το οποίο τελικά μετακυλίεται στην αγορά.

Αρκετοί από τους αναλυτές δεν διστάζουν να εμπλέξουν στην εξίσωση και την παγκόσμια πληθυσμιακή αύξηση, όπως και τη μεταβολή των διατροφικών συνηθειών στην Κίνα και στην Ινδία, λόγω της ανόδου της καταναλωτικής τους δύναμης -γεγονότα που αυξάνουν ραγδαία τις απαιτήσεις σε τρόφιμα.

Οι δύο αυτές χώρες, που αθροιστικά αντιστοιχούν σε λίγο λιγότερο από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, εξελίσσονται σε μεγάλους εισαγωγείς σιτηρών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v