Η JP Morgan, έπειτα από επίσκεψη της ομάδας αναλύσεων στην Αθήνα και συναντήσεις με τις διοικήσεις των τραπεζών, την Τράπεζα της Ελλάδος και την ελληνική κυβέρνηση, δηλώνει πως παραμένει θετική για τον κλάδο, επιβεβαιώνοντας την εικόνα ενός ισχυρού μακροοικονομικού και τραπεζικού περιβάλλοντος.
Η JP Morgan αυξάνει τις τιμές-στόχους για όλες τις συστημικές τράπεζες, διατηρώντας σύσταση Overweight σε καθεμία. Για την Alpha Bank, ανεβάζει τον στόχο στα €4,10 (από €3,60). Για τη Eurobank, επίσης στα €4,10 (από €3,60). Για την Εθνική Τράπεζα, στα €15,00 (από €12,80). Και για την Πειραιώς, στα €9,00 (από €8,20).
Σύμφωνα με τον οίκο, οι τιμές αυτές συνεπάγονται μέσο περιθώριο ανόδου 15% από τα τρέχοντα επίπεδα, ενώ η περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους ιδίων κεφαλαίων -που διαμορφώνεται πλέον στο 11,5%, έναντι κάτω του 11% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες- μπορεί να λειτουργήσει ως πρόσθετος μοχλός ανατίμησης.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Φεύγουμε με θετική εντύπωση για τις θεμελιώδεις τάσεις της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού τομέα, σύμφωνη με ό,τι έχουμε διαπιστώσει όλο το έτος. Αυξάνουμε τις τιμές-στόχους σε όλες τις τράπεζες, λόγω υψηλότερων όγκων, χαμηλότερων προβλέψεων, μεγαλύτερων διανομών και χαμηλότερου κόστους ιδίων κεφαλαίων (11,5% από 12%), επαναλαμβάνοντας τις συστάσεις οverweight».
- Για τη Eurobank, προτείνει αυξημένη έκθεση προς το τέλος του έτους, καθώς η μετοχή έχει υποαποδώσει περίπου 30% έναντι του δείκτη των τραπεζών, παρά το υψηλότερο “normalized ROTE” του κλάδου, και αναμένεται ισχυρή λειτουργική δυναμική στο β' εξάμηνο.
- Για την Εθνική Τράπεζα, εκτιμά ότι προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνητική βελτίωση στις χρηματικές διανομές 2025-2027, χάρη στα ισχυρά κεφαλαιακά της αποθέματα.
- Για την Τράπεζα Πειραιώς, επισημαίνει ότι ο επερχόμενος καταλύτης του 4ου τριμήνου (Εθνική Ασφαλιστική) έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί από την αγορά, με τη μετοχή να έχει καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του discount.
- Ενώ για την Alpha Bank, διατηρεί θετική στάση αλλά με πιο περιορισμένο περιθώριο ανόδου, λόγω της φετινής υπεραπόδοσης και της ήδη ενσωματωμένης αποτίμησης για περίπου 13% “normalized ROTE”, αναγνωρίζοντας ωστόσο πιθανό upside από μελλοντικές M&A κινήσεις.
Οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με την ανάλυση, τελούν υπό διαπραγμάτευση στις 7,7 φορές τα κέρδη του 2027 και 1,1 φορές τη λογιστική τους αξία, με μέσο ROTE άνω του 15%, ακόμη περίπου 15% φθηνότερα από τον ευρωπαϊκό δείκτη SX7E, παρά το αντίστοιχο προφίλ κινδύνου και απόδοσης.
Ισχυρό μακροοικονομικό υπόβαθρο & θετικές τάσεις στην πιστωτική επέκταση
Η JP Morgan υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα διατηρεί θετική μακροοικονομική δυναμική, με σταθερό πολιτικό περιβάλλον και δημοσιονομική ισορροπία. Το επενδυτικό κύμα που αναπτύσσεται στους τομείς ενέργειας, υποδομών, φαρμάκων και μεταποίησης θα ενισχύσει τις εταιρικές χορηγήσεις και το ονομαστικό ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Η τράπεζα προβλέπει αύξηση δανείων 7-9% ετησίως έως το 2027, με επίκεντρο τον εταιρικό τομέα, ενώ οι καθαρές επιτοκιακές εισπράξεις (NII) αναμένεται να αυξηθούν κατά 2-3% το 2026 και 5-6% το 2027. Αντίθετα, η ανάκαμψη των στεγαστικών δανείων θα καθυστερήσει, λόγω υψηλών τιμών ακινήτων και περιορισμένης προσφοράς κατοικιών.
Αποτιμήσεις, κεφάλαια και διανομές
Με δείκτες CET1 άνω του 16%, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σημαντικά περιθώρια αξιοποίησης κεφαλαίων. Η JP Morgan εκτιμά ROTE άνω του 16% για τη Eurobank, 15-16% για την Εθνική και την Πειραιώς, και περίπου 13% για την Alpha Βank.
Οι διανομές μερισμάτων και οι επαναγορές μετοχών (buybacks) αναμένεται να οδηγήσουν σε συνολικό yield 6-8% ετησίως, ενώ η προοδευτική σύγκλιση του κόστους κεφαλαίου και η διατηρήσιμη κερδοφορία αφήνουν περιθώριο για περαιτέρω αποτίμηση.
Η JP Morgan καταλήγει ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ελκυστικές σε διεθνές πλαίσιο, με σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, υγιείς ισολογισμούς και προοπτική περαιτέρω rerating.
Η συνέχιση της ανάπτυξης, οι υψηλές διανομές και η μείωση του κόστους κεφαλαίου διαμορφώνουν, όπως αναφέρει ο οίκος, «έναν ισορροπημένο αλλά ακόμα ελκυστικό επενδυτικό κύκλο για τις ελληνικές τράπεζες».