Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Το επερχόμενο στρατηγικό αδιέξοδο στα ελληνοτουρκικά

Απανωτά πλήγματα που δημιουργούν έντονη ανησυχία δέχεται η εξωτερική πολιτική μας σε σχέση με την Τουρκία. Τα μεγάλα λάθη της κυβέρνησης, το «χαρτί» του Ισραήλ και το βαθύτερο πρόβλημα που μένει άλυτο.

Δημοσιεύθηκε: 7 Ιουλίου 2025 - 07:34

Load more

Λόγω του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, παραγκωνίζεται από τη δημοσιότητα ένα σοβαρότατο θέμα. Τα τελευταία συμβάντα στον χώρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είτε αφορούν τις σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης και ΗΠΑ είτε τις εξελίξεις στη Συρία και τη Λιβύη, δημιουργούν έντονη ανησυχία.

Διότι με την εύνοια των συμμάχων μας, η διεθνής παρεμβατικότητα της Τουρκίας ενισχύεται διαρκώς, εις βάρος της χώρας μας, κάτι που ίσως ξαφνιάζει τους εγχώριους «ιδεαλιστές» της διεθνούς πολιτικής. Για τους ρεαλιστές, πάντως, οι βαθύτερες αιτίες είναι ευδιάκριτες, όπως και τα λάθη της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική.

Ο κόσμος, άρα και η περιοχή μας, έχει εισέλθει σε μια περίοδο μειωμένης ισχύος του «διεθνούς δικαίου», καθώς αυξάνεται δραματικά η επιρροή της σκληρής ισχύος. Όχι μόνο των υπερδυνάμεων αλλά και των λεγόμενων περιφερειακών δυνάμεων, στις οποίες, είτε μας αρέσει είτε όχι, ανήκει και η Τουρκία.

Την de facto αποδοχή αυτής της ανατροπής, που ξεκίνησε στην Ουκρανία, έδειξε και ο πόλεμος των 12 ημερών μεταξύ Ισραήλ-Ιράν και ΗΠΑ. Ο οποίος διεξήχθη χωρίς κανένα σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στον ΟΗΕ, δηλαδή στους «κανόνες της διεθνούς τάξης».

Δυστυχώς, τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να βάλει όλα τα «αυγά» της σε ένα καλάθι, σε αυτό της «διεθνούς καθεστηκυίας τάξης», παρότι ορισμένα διορατικά στελέχη της είχαν αντιληφθεί, ήδη από το 2022-23, ότι οι άνεμοι της συγκυρίας φυσούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Θεώρησε ότι τα συμφέροντά της θα πρέπει να ταυτιστούν σχεδόν απολύτως με το δίπολο εξουσίας που συγκροτούσε η κυβέρνηση των φιλελεύθερων γκλομπαλιστών του Μπάιντεν, με τους ομοϊδεάτες τους σε ισχυρά κράτη της Ευρώπης και στα ανώτατα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Κι αυτό την απέτρεψε από το παίξει οποιονδήποτε ρόλο σε μια σειρά από σημαντικά γεγονότα, αρχής γενομένης από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οπου, παρότι πρόκειται για εμπλοκή μεταξύ δύο χωρών με έντονο ορθόδοξο θρησκευτικό στοιχείο, χαρίσαμε στην ισλαμική Τουρκία (σταθερά επιτήδειο εταίρο της Δύσης) τον αποκλειστικό ρόλο του μεσολαβητή. Όχι μία, αλλά δύο φορές!

Η επιμονή της κυβέρνησης στο λάθος

Το χειρότερο είναι ότι ακόμη και τώρα που οι ισορροπίες έχουν αλλάξει δραματικά, μετά και την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση συνεχίζει στον ίδιο δρόμο, επιμένοντας στο… λάθος.

Η χώρα μας εξακολουθεί να συμπαρατάσσεται στρατηγικά με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που παίζουν «κλεφτοπόλεμο» απέναντι στην αμερικανική διοίκηση, όσο τους επιτρέπει ο μεγάλος βαθμός αμυντικής και οικονομικής εξάρτησής τους από τις ΗΠΑ. Με ό,τι αυτό σημαίνει για τις σχέσεις της με την προεδρία Τραμπ.

Η συγκεκριμένη τακτική θα είχε ίσως κάποιο νόημα (παρά τη σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση της περιοχής μας από τη γεωπολιτική ισχύ των ΗΠΑ), αν τα… αισθήματα ήταν αμοιβαία, για να θυμηθούμε και το παλαιό άσμα. Δυστυχώς, δεν είναι.

Το αποδεικνύει η ζέση με την οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες, από τους Βρετανούς και τους Γερμανούς έως την ηγεσία της Κομισιόν, κορτάρουν την καθαρά αναθεωρητική Τουρκία, ως… στυλοβάτη της ευρωπαϊκής άμυνας, εις βάρος των οφθαλμοφανών συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου.

Επιπλέον, εν αντιθέσει με την Τουρκία, οι σχέσεις μας με την Κίνα έχουν βρεθεί στον αυτόματο πιλότο, ενώ εκείνες με τη Ρωσία ίσως βρίσκονται στο χειρότερο σημείο όλων των εποχών.

Αυτή η ιδιόμορφη κατάσταση απέναντι στην Τουρκία ήταν το τίμημα της εγκατάλειψης του διπλωματικού ρεαλισμού, προς όφελος μιας πολιτικής «καλού παιδιού», που καθιστά τη χώρα μας «πειθήνιο σύμμαχο», ακόμη και όταν θίγονται τα συμφέροντά της.

Το «χαρτί» του Ισραήλ δεν φτάνει

Τα παραπάνω οδηγούν κάποιους στη σκέψη ότι η «σωτηρία» ίσως κρύβεται στη στρατηγική μας σχέση με το Ισραήλ. Ένα «χαρτί» που δεν έχει χάσει τη σημασία του, ενδέχεται όμως να αποδειχθεί ανεπαρκές, για λόγους που ξεπερνούν τη θέληση των δύο κυβερνήσεων.

Η υποστήριξη του Ισραήλ από τη διεθνή αλλά και την αμερικανική κοινή γνώμη μειώνεται συνεχώς, οι σχέσεις του με τις φιλοδυτικές χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν διαταραχθεί, ενώ η περιπέτεια με το Ιράν έδειξε πεντακάθαρα το αδύνατο σημείο του.

Παρά τις μεγάλες αμυντικές δυνατότητες, δεν έχει το μέγεθος ούτε το στρατηγικό βάθος και τις υποδομές ενός «περιφερειακού ηγεμόνα», ικανού να κυριαρχήσει. Η επιβίωσή του εξαρτάται απόλυτα από την αμερικανική στήριξη, που όμως ολοένα και περισσότερο συνοδεύεται από όρους.

Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα έχει την πολυτέλεια να στηρίξει δυναμικά τη χώρα μας. Υπάρχουν και στη διεθνή πολιτική «τεφτέρια» που κρατούν λογαριασμό, και ο Νετανιάχου φαίνεται να εξαντλεί την πίστωσή του.

Εν ολίγοις, η χώρα μας κινδυνεύει να βρεθεί σε στρατηγικό αδιέξοδο, για το οποίο είχαμε προειδοποιήσει, διαβλέποντας τις επερχόμενες εξελίξεις ήδη από το 2023, όταν οι συνθήκες ήταν ακόμη καλύτερες.

Να βρεθεί δηλαδή σε δυσμενή σχέση με τους παραδοσιακούς συμμάχους και εταίρους της, έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας, αλλά και πλήρως αποξενωμένη από τις μεγάλες δυνάμεις που εμμέσως ή αμέσως αμφισβητούν την «καθεστηκυία τάξη», η καθεμία με το δικό της τρόπο.

Το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής

Πέρα όμως από τη μονοσήμαντη και συστηματικά άτολμη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ή το ζήτημα που δικαίως εγείρεται για τη σημερινή ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, το πρόβλημα είναι, δυστυχώς, βαθύτερο.

Η Ελλάδα, ως κράτος, δεν έχει «εθνικό σχέδιο», το οποίο να υπηρετείται με μακροχρόνιο ορίζοντα. Για αυτό και συνήθως αντιδρά, αντί να δρα. Δεν έχει θέσει τις βάσεις μιας ρεαλιστικής πολιτικής, με στόχους που να υποστηρίζονται από συγκεκριμένες εθνικές προϋποθέσεις.

Εάν υποθέσουμε ότι στα δύο άκρα των πιθανών επιλογών βρίσκονται η φινλανδοποίηση και η μετατροπή της χώρας σε ένα δεύτερο «θωρακισμένο» Ισραήλ, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση ομιλεί συχνά, αλλά μόνο προς το εσωτερικό της, ωσάν να είναι «ανένδοτο» Ισραήλ. Ενεργεί όμως στο πεδίο με κατευναστικό τρόπο, που υποψιάζει έντονα για φινλανδοποίηση.

Αντίστοιχος δυϊσμός επικρατεί και στην αμυντική προετοιμασία. Δεκάδες δισ. ευρώ δαπανώνται και θα δαπανηθούν για εξοπλισμούς, χωρίς όμως να καλλιεργούνται επαρκώς (παρά κάποια μικρά βήματα που έχουν γίνει) οι λοιποί τομείς ενίσχυσης της άμυνας, που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της.

Ιδίως εκείνοι που συνδέονται με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, το έμψυχο δυναμικό και, ακόμη περισσότερο, την ευρύτερη κοινωνική αντίληψη για την υπόσταση που έχει η απειλή.

Πρόκειται για μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση που εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους στο νέο περιβάλλον που ζούμε. Είναι όμως πολύ αμφίβολο ότι θα αλλάξει. Οι προτεραιότητες, όχι μόνο της κυβέρνησης, που έχει και τη βασική ευθύνη, αλλά του πολιτικού συστήματος εν γένει, βρίσκονται σχεδόν συνεχώς αλλού.

Οπότε το πιθανότερο είναι ότι προσεχώς, οι περισσότεροι (διότι υπάρχουν κάποιοι λίγοι που προειδοποιούν) θα εμφανιστούν… αιφνιδιασμένοι από νέες δυσάρεστες εξελίξεις.

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων