Τα σενάρια για νέα μείωση ασφαλιστικών εισφορών το 2022

Πώς θα φθάσουμε σε μείωση του μη μισθολογικού κόστους κατά 12,3%. Οι δηλώσεις για διανομή «κοινωνικού μερίσματος» που γεννούν προσδοκίες και οι ήδη αποφασισμένες μειώσεις. Πώς διαμορφώνονται οι μισθοί και τι κερδίζουν εργοδότες και εργαζόμενοι.

Δημοσιεύθηκε: 20 Σεπτεμβρίου 2021 - 07:59

Load more

Η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη για διανομή κοινωνικού μερίσματος από την ανάπτυξη του 2022 στους μισθωτούς, καθώς και η πρόσφατη διάταξη που πέρασε στο νόμο για το νέο επικουρικό ταμείο, που επέκτεινε και για το 2022 τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες αποκάλυψαν την πρόθεση της κυβέρνησης να δώσει προτεραιότητα στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στην προώθηση μέτρων μόνιμης διάρκειας στον τομέα της φορολογίας της εργασίας.

Είχε βέβαια προηγηθεί και η απόφαση για μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, από την 1η Ιανουαρίου 2022, κατά 2%, μέσω της οποίας, σχεδόν ένας στους τέσσερις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, που αμείβονται με τα κατώτατα όρια, θα δουν έστω και περιορισμένες αυξήσεις στους μισθούς τους. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι και ο πληθωρισμός θα ξεκινήσει πορεία αποκλιμάκωσής του, μετά το φθινόπωρο.

Τον Ιούνιο του επόμενου έτους άλλωστε, θα υπάρξει και νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα στον κλάδο της επικούρησης, με το «κέρδος» να επιμερίζεται εξίσου σε εργοδότες και εργαζόμενους. Έτσι, στο προσκήνιο παραμένει ουσιαστικά η επιπλέον μείωση κατά 0,6 της μονάδας, καθώς αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης η σωρευτική μείωση των εισφορών, έως το τέλος του 2023, κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.

Υπενθυμίζεται ότι οι εισφορές είχαν ήδη μειωθεί κατά 0,9 ποσοστιαία μονάδα τον Ιούνιο του 2020 για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και πλέον η συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται σε 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Επομένως, οι συνολικές ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών -εργοδοτικές και εργατικές- ανέρχονται σε 36,66%.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 4387/2016, γνωστού και ως νόμου Κατρούγκαλου, από τον Ιούνιο του 2019 έως τον Μάιο του 2022 οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης -υποχρεωτικές για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα- ανέρχονται σε 6,5%. Από τον Ιούνιο του 2022, οι εν λόγω εισφορές ήδη προβλέπεται να πέσουν στο 6%.

Με την επιπλέον μείωση της 0,6 ποσοστιαίας μονάδας, εφόσον κι όταν εφαρμοστεί, η σωρευτική ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής απασχόλησης θα φτάσει τις 5 ποσοστιαίες μονάδες και οι εισφορές θα μειωθούν στο 35,56%, ήτοι μια ελάφρυνση της τάξης του 12,32%.

Κυβερνητικές πηγές αφήνουν ανοικτό κάτι τέτοιο να γίνει εντός του 2022, όμως δεν είναι εύκολο να εξαγγελθεί άμεσα, αφενός, γιατί οι μειώσεις, για να έχουν κάποιο αποτέλεσμα, θα πρέπει να συνεχιστούν και στο δύσκολο δημοσιονομικά 2023, αφετέρου, γιατί τα έσοδα του ΕΦΚΑ είναι αυτά που θα καθορίσουν εν πολλοίς και την πιθανή περαιτέρω μείωση. Υπενθυμίζεται ότι η μείωση των 3 ποσοστιαίων μονάδων επιμερίζεται σε -1,79 ποσοστιαία μονάδα για τον εργοδότη και -1,21 ποσοστιαία μονάδα για τους εργαζομένους, περιορίζοντας τη συνολική επιβάρυνσή τους, και συμβάλλει, αφενός, στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, αφετέρου, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Όσο για το κόστος, εκτιμάται σε περίπου 816 εκατ. ευρώ ετησίως, εκ των οποίων τα 245 εκατ. ευρώ βαρύνουν τον ΕΦΚΑ και τα υπόλοιπα τον ΟΑΕΔ.

Βέβαια, η επιλογή μονιμοποίησης των ήδη εφαρμοζόμενων μειώσεων καθώς και η επέκτασή τους εκτιμάται από τους οικονομολόγους αλλά και στελέχη της αγοράς ότι θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων, ενώ θα αποτελέσει κίνητρο για την αύξηση της «επίσημης» απασχόλησης, με ευεργετικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία.

Επισημαίνουν μάλιστα πως η εγχώρια αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλο μη μισθολογικό κόστος, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί αποδοτικά, αφού το κόστος αυτό αποτελεί στην ουσία μια στρέβλωση στη λειτουργία της αγοράς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η χώρα μας εμφανίζεται στην 6η θέση των χωρών με τον υψηλότερο συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου στην περίπτωση ενός χαμηλόμισθου μισθωτού, 5,9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, το 2019 η Ελλάδα είχε το έβδομο υψηλότερο ποσοστό εισφορών των εργοδοτών στις χώρες της Ε.Ε., κατά 14,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Ετσι προκύπτει ότι το άθροισμα εισφορών εργαζομένου και εργοδότη είναι το πέμπτο υψηλότερο στις χώρες της Ε.Ε. και κατά 14,2 π.μ. υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ.

Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που παρουσιάζει ο λογιστής - φοροτεχνικός Νίκος Φραγκιαδάκης, η διατήρηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες για εργοδότες και εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού, έχει ως αποτέλεσμα, στις αρχές του 2022, ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τα κατώτατα όρια, να λάβει «καθαρά» στο χέρι 569,39 ευρώ, έναντι 550 ευρώ, που λάμβανε το 2020, πριν δηλαδή από την αύξηση της τάξης του 2% αλλά και τη μείωση των εισφορών. Το όφελος σε μικτούς μισθούς της τάξης των 2.000 ευρώ θα είναι 23 ευρώ τον μήνα, τα οποία θα «χάνονταν» αν η ελάφρυνση δεν διατηρούνταν και το 2022. Το όφελος παραμένει ισχυρό και για τους εργοδότες, καθώς ξεπερνά τα 12 ευρώ για τον κατώτατο μισθό και τα 35 ευρώ, εάν ο μισθός είναι άνω των 2.000 ευρώ.

Με την εφαρμογή και της μείωσης των εισφορών επικουρικής ασφάλισης κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα, το «κέρδος» αυξάνεται. Έτσι, μισθωτός με τον κατώτατο μισθό θα λάβει καθαρά 571,04 ευρώ, ενώ στον εργοδότη το κόστος θα μειωθεί από 812,44 ευρώ σε 810,32 ευρώ. Ετησίως, το νέο αυτό όφελος για τον εργαζόμενο των 663 ευρώ θα είναι 23,24 ευρώ και για τον εργοδότη 29,68 ευρώ. Σε μισθό 1.500 ευρώ (μικτά) το επιπλέον κέρδος για τον εργοδότη ανέρχεται σε 67,20 ευρώ τον χρόνο και για τον εργαζόμενο σε 39,9 ευρώ.

Με μια πιθανή περαιτέρω μείωση των εισφορών κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα, εντός του 2022, ο μισθωτός με τον κατώτατο μισθό θα λάβει στο χέρι 573,03 ευρώ και ο εργοδότης θα επιβαρυνθεί για εισφορές 808,33 ευρώ, κερδίζοντας συνολικά, το έτος, 57,54 ευρώ.

Στα 800 ευρώ μικτό μισθό, το ετήσιο όφελος για τον εργαζόμενο είναι 56 ευρώ και για τον εργοδότη 69,44 ευρώ.

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων