Και έτσι απλά -ή όπως θα έλεγε η Κάρι Μπράντσο, κατά κόσμον Σάρα Τζέσικα Πάρκερ: «And Just Like That...»- τα περισσότερα από τα ψάρια μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας που φθάνουν στο τραπέζι του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν τουρκική σημαία.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Η Τουρκία καταλαμβάνει την 6η θέση μεταξύ των μεγαλύτερων προμηθευτών ψαριών του Ηνωμένου Βασιλείου με πωλήσεις ύψους 131,1 εκατ. λιρών, μερίδιο 5,59% και ανάπτυξη από το 2020 της τάξεως του 120% σε αξία.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα βρίσκεται στην 28η θέση, με μερίδιο μόλις 0,39%. Παρά τη χαμηλή εκπροσώπηση οι εξαγωγές αυξάνονται. Πέρυσι, σύμφωνα με το report του ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, ενισχύθηκαν κατά 9,16% έναντι του 2023 και κατά 232% από το 2020.
Όμως το μερίδιο των ελληνικών ψαριών είναι πολύ μικρό. Στο λαβράκι, η Τουρκία κατέχει το 77,47% των συνολικών εισαγωγών του ΗΒ, με εξαγωγές ύψους 30,2 εκατ. ευρώ και 6,3 εκατ. κιλά. Η Ελλάδα ακολουθεί με μερίδιο 10,99% και όγκο μόλις 693.302 κιλά.
Στην τσιπούρα (sparus aurata), η Τουρκία κατέχει το 85,78% της αγοράς, ενώ η Ελλάδα περιορίζεται στο 9,93%, με 414.499 κιλά και αξία 2,245 εκατ. λίρες -σ.σ. είναι αυξημένες κατά 662,7% από το 2020.
Η τουρκική επιτυχία πρέπει να αναζητηθεί πέραν όλων των άλλων και στην τιμή. Το 2020, οι Έλληνες εξήγαγαν λαβράκι στο ΗΒ με 4,84 λίρες/κιλό, οι Τούρκοι με 4,09 λίρες. Το 2024, οι ελληνικές τιμές αυξήθηκαν στις 6,18 λίρες ανά κιλό, ενώ οι τουρκικές διατηρήθηκαν στις 4,79 λίρες ανά κιλό.
Πέρα από την τιμή, όπως παραδέχονται Έλληνες ιχθυοκαλλιεργητές, η γείτονα έχει κτίσει ένα ολόκληρο εθνικό οικοσύστημα με επιθετική εξαγωγική στρατηγική, branding, υποδομές logistics και εκμετάλλευση της ελληνικής διόδου για να προσεγγίσει τα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα. Μάλιστα στην Ελλάδα υπάρχουν δυνατές εμπορικές εταιρείες τουρκικών συμφερόντων.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, με βάση τα στοιχεία του 2023, παρήχθησαν 615.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού. Η Τουρκία παράγει 273.000 τόνους έναντι 121.300 τόνων που παράγει η Ελλάδα.
Η Αίγυπτος βρέθηκε στην τρίτη θέση με παραγωγή 78.500 τόνους, η Ισπανία παρήγαγε 37.596 τόνους και έπονται οι Τυνησία (19.000 τόνοι), Κροατία (17.250 τόνοι), Ιταλία (17.050 τόνοι) και Σαουδική Αραβία (12.000 τόνοι).