Στο… χαμένο στοίχημα του ελληνικού τουρισμού εστίασε η έκθεση της Eurobank με τίτλο «Τουρισμός - Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής», στην οποία αποκαλύπτεται ότι την περίοδο 2011-2024 ο πραγματικός μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση ήταν… 0%.
Αν και το ζητούμενο για το κράτος και τους επιχειρηματίες του κλάδου είναι η ενίσχυση της μέσης δαπάνης ανά ταξιδιώτη, με αιχμή την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδηματικών κριτηρίων, όπως αποτυπώνεται στη σχετική έκθεση τα τουριστικά έσοδα αυξήθηκαν σε έναν βαθμό τα τελευταία χρόνια όχι χάρη στο μεγαλύτερο budget των ταξιδιωτών, αλλά χάρη στην άνοδο των αφίξεων.
«Σε ό,τι αφορά τα συνολικά μεγέθη, το κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην Ελλάδα από το 2011 μέχρι το 2024 (5,8% κατά μέσο όρο ετησίως) προήλθε κυρίως από τη συνιστώσα των αφίξεων. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι ενισχύθηκε ο μαζικός τουρισμός, αποτέλεσμα που είναι συμβατό με την κυριαρχία του πακέτου "ήλιος και θάλασσα".
Αναλυτικά, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των αφίξεων ήταν 7,1%, οδηγώντας την εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση στους 40,7 εκατ. ταξιδιώτες το 2024 (συμπεριλαμβανομένων των αφίξεων από κρουαζιέρα), από 15 εκατ. το 2010. Αντιθέτως, η μέση δαπάνη των ταξιδιωτών μειώθηκε στα €530,6 το 2024, από €640,4 το 2010», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Αυτή η στασιμότητα, που αποτυπώνεται στη μηδενική ουσιαστικά αύξηση της μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση, αποδίδεται σε τρεις, ουσιαστικά, λόγους: στην αδράνεια της πολιτείας σε ότι αφορά τη θέσπιση της νομοθεσίας για τη χωροθέτηση των μονάδων φιλοξενίας, τα προβλήματα σε ότι αφορά τις δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες που στηρίζουν τον ποιοτικό τουρισμό και την επιχειρηματική νοοτροπία.
«Η στροφή στον ποιοτικό τουρισμό είναι ελκυστική αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο project το οποίο θα επέβαλλε μεγάλες αλλαγές σε επιχειρηματικές πρακτικές, πολιτικές, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), αλλά και σε νοοτροπίες», σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Επισημαίνει ότι «μια σύνθετη προσπάθεια μετασχηματισμού του μοντέλου του τουρισμού δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι το όφελος είναι σημαντικό και για πολλούς αλλά είναι έμμεσο και μακροπρόθεσμο, ενώ το κόστος είναι για συγκεκριμένους και βραχυπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, η προσπάθεια αυτή δεν είναι πιθανό να ευδοκιμήσει χωρίς την ενεργητική στήριξη (και αστυνόμευση) τέτοιων πολιτικών από το κράτος».
Οριοθετεί δε και τον κίνδυνο από την αδράνεια: «τα τελευταία χρόνια το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού μεταβάλλεται προς την κατεύθυνση "όλο και περισσότεροι τουρίστες οι οποίοι διαμένουν όλο και λιγότερο στη χώρα και αφήνουν όλο και λιγότερα χρήματα"».
«Σε έναν βαθμό αυτό οφείλεται σε μεταβολές στα μοτίβα της εξωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, στον βαθμό στον οποίο η διόγκωση της ζήτησης μεταφράζεται σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος και του επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών, η διατηρησιμότητα αυτής της ζήτησης στο μακροχρόνιο διάστημα δεν είναι δεδομένη», συμπληρώνει.
Βήματα, βέβαια, έχουν γίνει στο μέτωπο της ποιοτικής αναβάθμισης των ξενοδοχείων, με εκείνα της υψηλότερης κατηγορίας να έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 500,7% την τελευταία 20ετία, από το 2004 έως το 2024. Φαίνεται, όμως, πως δεν αρκούν.
Πώς τοποθετούνται επιχειρηματίες του κλάδου
Στην πολιτεία και συγκεκριμένα στην έλλειψη των ποιοτικών δημόσιων υποδομών επιρρίπτουν σε μεγάλο βαθμό ευθύνες, από την πλευρά τους, οι επιχειρηματίες του κλάδου για το… χαμένο στοίχημα του ελληνικού τουρισμού.
«Το γεγονός ότι η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση στην Ελλάδα παρέμεινε σταθερή σε πραγματικούς όρους την περίοδο 2011-2024 (0% αύξηση) συνιστά ανησυχητική ένδειξη για το τουριστικό μας προϊόν. Παρά την ποσοτική μεγέθυνση των αφίξεων και των εισπράξεων, η αξία που αποδίδει κάθε ταξιδιώτης στο παρεχόμενο προϊόν δεν αυξήθηκε ουσιαστικά. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.
Πυλώνας για την ανατροπή αυτής της εικόνας είναι η στοχευμένη υποστήριξη του μικρού και πολύ μικρού ξενοδοχειακού δυναμικού, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής φιλοξενίας. Μεγάλο μέρος αυτών των μονάδων αδυνατεί να συμμετάσχει σε προγράμματα λόγω μεγέθους ή περιορισμένων ίδιων πόρων», τονίζει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ), Γιάννης Χατζής.
«Παράλληλα, απαιτείται η άμεση επιβολή αυστηρών ελάχιστων ποιοτικών και λειτουργικών προδιαγραφών στις βραχυχρόνιες μισθώσεις (STR), ώστε να πάψουν να λειτουργούν ως προϊόν χαμηλού κόστους με αρρύθμιστο πλαίσιο, υποβαθμίζοντας τη συνολική εικόνα της χώρας. Τέλος, χωρίς δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση, οδικά δίκτυα, διαχείριση αποβλήτων), η εμπειρία του επισκέπτη θα συνεχίσει να φθίνει, περιορίζοντας τη διατεθειμένη δαπάνη. Η αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος απαιτεί συνέργεια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με σαφή στρατηγική και προσήλωση στην ποιότητα», προσθέτει.
Στην έλλειψη υπεραξίας σε ό,τι αφορά τον ελληνικό τουρισμό αναφέρθηκε ο πρώην πρόεδρος της ΠΟΞ, Γρηγόρης Τάσιος. «Δεν θα αλλάξει κάτι σε ό,τι αφορά τη μέση δαπάνη των τουριστών από τη στιγμή που από τη μία υπάρχει ύφεση και από την άλλη δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με τις υποδομές και τις υπηρεσίες εκτός των ξενοδοχείων. Λείπει η υπεραξία. Οι υποδομές και η κουλτούρα του α’ και του β’ βαθμού αυτοδιοίκησης που είναι ουσιαστικά η "βιτρίνα" που βλέπουν οι τουρίστες πρέπει να αλλάξουν. Ο τουρισμός επί του παρόντος είναι στον αυτόματο πιλότο», επισημαίνει στo Euro2day.gr.
«Το μαζικό μοντέλο τουρισμού ήταν, είναι και θα παραμείνει αυτό που στηρίζει τον κλάδο, το μόνο που θα βγάζει "μεροκάματο" και θα προσθέτει υπεραξία στο τουριστικό προϊόν. Έχουμε πιάσει ταβάνι σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, το οικονομικό αποτέλεσμα θα παραμείνει μηδενικό.
Η φετινή χρονιά είναι υφεσιακή για τον ελληνικό τουρισμό. Ένα μέρος του κλάδου δεν "διάβασε" σωστά τη χρονιά γιατί "παρασύρθηκε" από τις υψηλές επιδόσεις των προηγούμενων ετών. Σε κάποιες περιπτώσεις οι τιμές κινήθηκαν σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα. Και η φετινή είναι χρονιά του μαζικού τουρισμού. Το μαζικό μοντέλο είναι αυτό που θα στηρίξει κατά 80% τον ελληνικό τουρισμό και αυτό διαφαίνεται και για την επόμενη χρονιά», προσθέτει.
Από την πλευρά του ο Γιάννης Ρέτσος, πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τόνισε πρόσφατα στο πλαίσιο της παρουσίασης της τριμηνιαίας έκθεσης του ιδρύματος ότι «πλέον δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αριθμό τουριστών, αλλά "χτίσιμο" τοπικής προστιθέμενης αξίας και διασφάλιση της ανθεκτικότητας του προϊόντος με υποδομές, κάτι που όμως που δεν υπάρχει καθώς αναζητείται ακόμη σχέδιο στρατηγικής».
Στους… πόντους που χάνει η Ελλάδα ως προς τις υποδομές και την εικόνα των προορισμών επικεντρώθηκε και ο Αλέξανδρος Θάνος, εντεταλμένος σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
«Θα πρέπει οι δημόσιες υποδομές να ακολουθήσουν την πρόοδο που έχει κάνει ο ιδιωτικός τομέας που είναι εκείνος που ουσιαστικά ενισχύει τα μεγέθη του κλάδου. Η Ελλάδα παίρνει υψηλό βαθμό στη φιλοξενία, ωστόσο, οι υποδομές υστερούν. Επιπλέον απαιτείται επαναξιολόγηση της φορολόγησης του κλάδου γιατί πλέον διαπιστώνουμε κόπωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ως προορισμού.
Πρέπει έστω ένας μέρος από τα έσοδα που προέρχονται από τους φόρους και τα τέλη που καταβάλλουν οι τουρίστες να επανεπενδύονται στον ίδιο τον προορισμό για την αύξηση της προστιθέμενης αξίας που θα οδηγήσει στην προσέλκυση ταξιδιωτών με υψηλότερη αγοραστική δύναμη.
Έχουμε μείνει πίσω και πρέπει να επενδύσουμε στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των προορισμών και στον εκσυγχρονισμό των υποδομών τους σε θέματα απορριμμάτων, ασφάλειας κ.λπ. Είναι απαραίτητη η χάραξη νέου χωροταξικού έτσι ώστε να είναι βιώσιμο το προϊόν, να διατηρήσουμε το θετικό για τον ελληνικό τουρισμό momentum και, τελικά, να αλλάξει το μίγμα των επισκεπτών, να αυξηθεί ο αριθμός των διανυκτερεύσεων και η μέση δαπάνη τους», επισημαίνει.
Κι ενώ η κλιματική αλλαγή και η τάση για ταξίδια εκτός «υψηλής σεζόν» θέτουν τις βάσεις για διεύρυνση της τουριστικής περιόδου και διάχυση των ωφελειών στον χρόνο και στον χώρο, η υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ κατά 15% φέτος δημιουργεί αβεβαιότητα μεσομακροπρόθεσμα σε σχέση με τις αφίξεις από την άλλη άκρη του Ατλαντικού και τους πιο… γαλαντόμους ταξιδιώτες της Ελλάδας, εντείνοντας τον προβληματισμό γύρω από την ποιοτική αναβάθμιση του κλάδου.