Μπορεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων να έχει αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό κατά την τελευταία εξαετία, πλην όμως τα νοικοκυριά εξακολουθούν να επιλέγουν να αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους σε τραπεζικές καταθέσεις και σε χρεόγραφα, αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό αυτό που ορίζεται ως ασφάλιση και συνταξιοδοτική αποταμίευση.
Σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσίευση της έρευνας «Allianz Global Wealth Report 2025», ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 89% την περίοδο 2018-2024, εξέλιξη που αποδίδεται κυρίως στην ανάπτυξη της οικονομίας, στην αύξηση των τιμών σε μετοχές και ομόλογα, καθώς και στην αποκλιμάκωση των υποχρεώσεων των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος των Ελλήνων από τα 129,6 δισ. του 2018 διαμορφώθηκε στα 245,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024 (ακόμη μεγαλύτερη αύξηση πλούτου προέκυψε από την άνοδο τιμών στα ακίνητα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τραπεζικές καταθέσεις συνέχισαν να αυξάνονται με αξιοσημείωτο ρυθμό, παρά το γεγονός ότι τα προσφερόμενα επιτόκια διατηρήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τα ελληνικά νοικοκυριά λοιπόν εξακολούθησαν να επιλέγουν τις τραπεζικές καταθέσεις ως το βασικότερο μέσο αποταμίευσης, καθώς αυτές (βλέπε στοιχεία πρώτου παρατιθέμενου πίνακα) από το τέλος του 2019 έως και το φετινό Αύγουστο αυξήθηκαν κατά 34,62 δισ. ευρώ.
Επιπλέον γύρω στα δέκα δισ. ευρώ έχουν τοποθετηθεί από το φθινόπωρο του 2022 στα Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια τύπου Target Maturity και ποσό που δεν μπορεί εύκολα να προσεγγιστεί σε κρυπτονομίσματα.
Ωστόσο, παρά την τόσο μεγάλη άνοδο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, τα ελληνικά νοικοκυριά εξακολουθούν να δίνουν πολύ χαμηλή προτεραιότητα στην αποκαλούμενη συνταξιοδοτική αποταμίευση, παρά το γεγονός ότι με βάση τα τρέχοντα στοιχεία η μέση κύρια σύνταξη κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του φετινού Ιουλίου, η μέση κύρια σύνταξη γήρατος διαμορφώθηκε στα 783 ευρώ (έναντι 822 ευρώ δώδεκα μήνες νωρίτερα) όταν η μέση σύνταξη όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ήταν 776 ευρώ και όσων προέρχονται από το δημόσιο κοντά στα πεντακόσια ευρώ υψηλότερα (1.227 ευρώ).
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του δεύτερου παρατιθέμενου πίνακα, μόλις το 6% των συνολικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων είναι τοποθετημένο για ασφάλιση και συνταξιοδότηση (insurance-pensions), όταν το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46% για το Ηνωμένο Βασίλειο, 41% για τη Δανία, 31% για τη Γαλλία, 27% για τη Γερμανία, 19% για την Ιταλία, 18% για το Βέλγιο, 16% για Αυστρία και Φινλανδία, 12% για την Ισπανία και 11% για την Πορτογαλία.
Αντίθετα, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηματοοικονομικών αποταμιεύσεων (49%) μεταξύ των χωρών αυτών, που κατευθύνεται στις τραπεζικές καταθέσεις.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του καθηγητή Μιλτιάδη Νεκτάριου που δημοσίευσε πρόσφατα το Euro2day.gr με τίτλο «Το χαμένο τρένο της αποταμίευσης στην Ελλάδα», το οποίο επισημαίνει μεταξύ άλλων πως ένα πολύ ουσιαστικό μέτρο για την τόνωση των ελληνικών αποταμιεύσεων θα μπορούσε να προέλθει από την αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα.