Η δημοσίευση της 11ης ετήσιας έκθεσης υδατοκαλλιέργειας φέρνει στην επιφάνεια ένα γνώριμο ελληνικό παράδοξο. Έναν κλάδο που πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη αλλά παραμένει όμηρος όχι μόνο των προβλημάτων των εταιρειών αλλά και των θεσμικών του εκκρεμοτήτων.
Για τον Διευθυντή Ευρωπαϊκών Θεμάτων της ΕΛΟΠΥ (Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας), Γιάννη Πελεκανάκη η ανάπτυξη προϋποθέτει, «την ολοκλήρωση του χωροταξικού». Κάτι που επαναλαμβάνουν σταθερά οι εκπρόσωποι και στελέχη του κλάδου.
Όμως πέρα από τα θεσμικά που αποτελούν, σύμφωνα με τους ίδιους τροχοπέδη για την ανάπτυξη, η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας διαμορφώθηκε πέρυσι στους 141.000 τόνους, σημειώνοντας πτώση -8,3% σε όγκο αλλά σχεδόν σταθερή αξία πωλήσεων στα 789,73 εκατ. ευρώ (+0,3%). Κυρίαρχα είδη είναι, η τσιπούρα και το λαβράκι, που αντιπροσωπεύουν το 89% της παραγωγής.
Η παραγωγή αυτών των ειδών άγγιξε πέρυσι στους 123.000 τόνους αξίας 768,4 εκατ. ευρώ. Παρά την κάμψη του όγκου (-7%), η αξία αυξήθηκε κατά 1%, ενδεικτική της ανόδου των τιμών. Οι εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού έφτασαν τους 94.132 τόνους (-6,2% έναντι του 2023), αξίας 585 εκατ. ευρώ (+2,3%), καθιστώντας τον κλάδο τον πρώτο εξαγωγικό τομέα ζωικής παραγωγής της χώρας. Για εφέτος η εκτίμηση είναι ότι η παραγωγή θα κυμανθεί στα περσινά επίπεδα.
Από τα στοιχεία της έρευνας του ΕΛΟΠΥ προκύπτουν και άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Εκτός του προφανούς ότι η Τουρκία αποτελεί με διαφορά το «μεγάλο ψάρι» της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. H Τουρκία παράγει 300.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού παγκοσμίως.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι η άνοδος χωρών όπως η Αίγυπτος (η παραγωγή της οποίας έχει φθάσει πλέον στους 78.100 τόνους). Η παραγωγή της Ισπανίας αγγίζει τους 38.600 τόνους, της Τυνησίας τους 18.500 τόνους, της Κροατίας τους 15.688 τόνους και της Ιταλίας τους 15.000 τόνους. Με τις εκτιμήσεις για τη φετινή χρονιά να κάνουν λόγω για συνολική παραγωγή πέριξ των 610.000 τόνων, δηλαδή 1,5% κάτω από την περσινή.
Όμως το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει με τις επιδόσεις των ελληνικών «χρωμάτων» στις βασικές αγορές, όπου τα μηνύματα είναι μικτά.
Στην Ιταλία, τον πιο σταθερό πελάτη της Ελλάδας, η ζήτηση για τσιπούρα μειώθηκε κατά 10%. Οι εισαγωγές από την Ελλάδα υποχώρησαν κατά 25%, καθώς η περιορισμένη διαθεσιμότητα άφησε χώρο για ανταγωνιστές. Στο λαβράκι, η εικόνα ήταν πιο ανθεκτική, οι ιταλικές εισαγωγές αυξήθηκαν 8%, αλλά από την Ελλάδα μόλις 1,5%. Στην Ισπανία, δεύτερη αγορά για τα ελληνικά ψάρια, η τσιπούρα είχε πτώση 18%, αλλά το λαβράκι κατέγραψε άνοδο 20%.
Αλλά πίσω από το τι συμβαίνει στην Ιταλία και την Ισπανία, η πραγματικότητα παραμένει πιο σύνθετη. Η ελληνική πλευρά, δείχνει εγκλωβισμένη στη διοικητική αδράνεια, ενώ η ανάπτυξη, όπως υποστηρίζουν παράγοντες του κλάδου, σκοντάφτει στην απουσία θεσμοθετημένων Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ).
Από τις 23 αιτήσεις ΠΟΑΥ που έχουν υποβληθεί από το 2011, μόλις 7 έχουν θεσμοθετηθεί. Οι υπόλοιπες παραμένουν σε εκκρεμότητα, παρά τις θετικές εισηγήσεις και τις ολοκληρωμένες περιβαλλοντικές μελέτες. Η ΠΟΑΥ Εύβοιας, που εγκρίθηκε μόλις το 2024 έπειτα από δέκα χρόνια αναμονής, είναι ενδεικτική του προβλήματος, αναφέρεται στην Έκθεση.