Περίπου 400.000 νέοι μένουν στο παιδικό τους δωμάτιο ενώ ένας στους δύο έχει μια κάποια οφειλή σε σχέση με τη στέγαση, (ενοίκιο, ΔΕΚΟ, δάνειο κτλ.). Μέσα σε μια 5ετία, από το 2019 έως το 2023, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε κατά 5%. Και την ίδια ώρα, η Ελλάδα ξεκινά με σημαντική υστέρηση το χτίσιμο περίπου 1.500 κοινωνικών κατοικιών, όταν για να φθάσουμε στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι 9,6% του στεγαστικού αποθέματος, χρειαζόμαστε 280.000 κατοικίες.
Το τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα, το οποίο ταλανίζει την κοινωνία και ιδίως τους νέους, παρά τις όποιες προσπάθειες καταβάλλονται έστω και καθυστερημένα, το τελευταίο διάστημα, ανέδειξε η ΓΣΕΕ, μέσω της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδος (ΕΕΚΕ), σε εκδήλωση που διοργανώθηκε κατά την διάρκεια του INFO FEST στο Σύνταγμα.
Τα στοιχεία έδωσε ο επικεφαλής του δικτύου E-Real Estate, Θ. Μπάκας, επισημαίνοντας παράλληλα ότι σε χώρες ανάλογου μεγέθους όπως η Δανία υπάρχουν 558.000 κοινωνικές κατοικίες, στην Πορτογαλία περίπου 130.000 ενώ στην Γαλλία 5,7 εκατομμύρια.
Καθώς η στεγαστική κρίση είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα, με σημαντική αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης απαιτεί σύνθετα εργαλεία όπως αυτά της κοινωνικής κατοικίας και της κοινωνικής αντιπαροχής, που όπως επεσήμανε η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου, στο πλαίσιο της Prodexpo 2025, του συνεδρίου για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα και τη ΝΑ Ευρώπη, που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες, παράλληλα με τις εκδηλώσεις της ΓΣΕΕ.
Σύμφωνα με την υπουργό, το πρώτο εργαλείο — της κοινωνικής κατοικίας — θα ξεκινήσει σε συνεργασία με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την αξιοποίηση ανενεργών στρατοπέδων. Ήδη έχουν επιλεχθεί τρία στρατόπεδα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.
Στόχος αυτής της πρώτης φάσης είναι η ανάπτυξη περίπου 1.500–1.700 κοινωνικών κατοικιών, προσιτών σε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος. «Στόχος μας είναι πολύ γρήγορα να δημιουργήσουμε αυξημένο στεγαστικό απόθεμα εκεί ακριβώς που χρειάζεται – στην καρδιά των αστικών κέντρων της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας», ανέφερε η κ. Μιχαηλίδου.
Το δεύτερο εργαλείο, η κοινωνική αντιπαροχή, προβλέπει ότι το Δημόσιο θα διαθέτει ακίνητά του κάθε ένα εκ των οποίων θα μπορεί να αποδώσει περισσότερα από 25 διαμερίσματα. Τα ακίνητα αυτά μπορούν να προέλθουν από φορείς όπως ο πρώην Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, το Υπερταμείο, το ΤΕΕ ή ακόμη και τα πανεπιστήμια.
Ο επενδυτής που θα αναλάβει την ανάπτυξη θα αποδίδει τουλάχιστον το 30% των νέων κατοικιών στο Δημόσιο. «Με αυτόν τον τρόπο αυξάνουμε το στεγαστικό απόθεμα, αξιοποιούμε τη λιμνάζουσα δημόσια περιουσία και δημιουργούμε νέες κοινωνικές κατοικίες εκεί όπου υπάρχει ανάγκη», σημείωσε η υπουργός.
Όσο για την πλευρά της ζήτησης, η κ. Μιχαηλίδου αναφέρθηκε στις φοροελαφρύνσεις που τίθενται σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2026, αλλά και στα προγράμματα «Σπίτι μου Ι» και «Σπίτι μου ΙΙ», με το δεύτερο να έχει απορρόφηση της τάξης του 65% .
«Πριν από τα προγράμματα είχαμε περίπου 4.000 στεγαστικά δάνεια· με το “Σπίτι μου Ι” φτάσαμε τα 10.000 και με το “Σπίτι μου ΙΙ” τα 20.000», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στο πλαίσιο της ενίσχυσης των ευάλωτων νοικοκυριών, η υπουργός ανέφερε ότι 200.000 Έλληνες θα συνεχίσουν να λαμβάνουν επίδομα στέγασης, ενώ 1 εκατομμύριο δικαιούχοι θα έχουν επιστροφή ενός από τα 12 ενοίκια τους ετησίως.
Η υπουργός στάθηκε και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς, όπως η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην Αττική, οι αυστηροί κανόνες δόμησης και η ισχυρή «κτητική σχέση» των πολιτών με τα ακίνητά τους, ιδίως όσα προέρχονται από κληρονομιά. «Αυτή η σχέση δεν έχει ακόμα απενοχοποιηθεί και συχνά καθυστερεί την αξιοποίηση περιουσίας που θα μπορούσε να αποδώσει», ανέφερε χαρακτηριστικά.