Η χώρα μας φέρει σήμερα από τα υψηλότερα συνταξιοδοτικά και δημοσιονομικά βάρη στην Ευρώπη. Η γήρανση αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας, και όχι προσωρινή διακύμανση.
Είναι χαρακτηριστικό και ενδεικτικό του προβλήματος πως αντιστοιχούν περίπου 36 άτομα άνω των 65 ετών για κάθε 100 άτομα σε ηλικία εργασίας (15-64), όταν το 1990 ο δείκτης ήταν μόλις 23%. Στην ανεπτυγμένη Ευρώπη, η αναλογία βρίσκεται στο 31%-32%, στοιχείο που δείχνει την ένταση του ελληνικού φαινομένου αλλά και την επικείμενη πίεση σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η εξαμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) βέβαια δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη και τα κράτη-μέλη της. Η επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού, η γήρανση και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού απειλούν να εκτροχιάσουν τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές σε ολόκληρη την περιοχή δραστηριοποίησης της EBRD.
Η τράπεζα απευθύνει μάλιστα επιτακτική προειδοποίηση που αγγίζει κάθε τομέα πολιτικής: Οι δημογραφικές αλλαγές θα διαμορφώσουν τις πολιτικές προτεραιότητες, θα πιέσουν το συνταξιοδοτικό σύστημα και θα απαιτήσουν ενεργές στρατηγικές για την ένταξη ηλικιωμένων εργαζομένων, την προσέλκυση μεταναστών και την επένδυση σε τεχνολογία και παραγωγικότητα.
Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να προσαρμοστούν έγκαιρα σε αυτές τις δημογραφικές πραγματικότητες. Όχι βέβαια μόνο για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της EBRD, η γήρανση του πληθυσμού έχει ήδη αρχίσει να επιδρά αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη σε αρκετές χώρες.
Η μείωση του ποσοστού των ατόμων σε ηλικία εργασίας, επισημαίνει η Τράπεζα, θα περιορίσει την ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά σχεδόν 0,4 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2050. Πρόκειται για έναν σταθερό, δομικό «φόρο ανάπτυξης» που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα, τα εισοδήματα, την καταναλωτική δαπάνη και την ικανότητα των κρατών να χρηματοδοτούν κοινωνικές πολιτικές.
Η έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης -στις οποίες εντάσσει και την Ελλάδα-, με το δημογραφικό τους προφίλ να αποδεικνύεται ακόμη πιο ανησυχητικό: Εκεί ο δείκτης ηλικιακής εξάρτησης έχει φθάσει στο 37, σε μια περίοδο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται περίπου στις 10.000 δολάρια.
Η σύγκριση που γίνεται με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της δεκαετίας του 1990 είναι αποκαλυπτική: όταν εκείνες έφτασαν στον ίδιο δημογραφικό δείκτη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους ήταν τετραπλάσιο. Με άλλα λόγια, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης γερνούν πριν προλάβουν να πλουτίσουν.
Στη Βουλγαρία, την πιο γερασμένη οικονομία από τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων είναι περίπου 37% με 38%, όταν στην Ιταλία και την Πορτογαλία είναι 35% και 34% αντίστοιχα (πρόκειται για τις πιο γερασμένες χώρες στη Δυτική Ευρώπη). Το μοτίβο αυτό περιορίζει τις επενδύσεις, μειώνει την κατανάλωση και αφήνει λιγότερο δημοσιονομικό χώρο για μεταρρυθμίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα, ως μέλος της Ανατολικής Ευρώπης, βαθμολογείται με υψηλό βαθμό ως προς την κοινωνική ένταξη, παίρνει ακόμη υψηλότερο βαθμό όσον αφορά την κοινωνική και ικανοποιητικό βαθμό στην οικονομική ενσωμάτωση. Παίρνει όμως πολύ χαμηλή βαθμολογία στην ποιότητα της διακυβέρνησης, γεγονός που σύμφωνα με την έκθεση επηρεάζει άμεσα την ικανότητα της χώρας να διαχειρίζεται δημογραφικές προκλήσεις, διότι η γήρανση απαιτεί θεσμική ικανότητα, αποτελεσματικές μεταναστευτικές πολιτικές, και πράσινη μετάβαση.
Η EBRD παρουσιάζει τη χώρα μας ως αυτή με την ταχύτερη και μεγαλύτερη γήρανση σε σχέση με τον μέσο όρο της ανεπτυγμένης Ευρώπης, η οποία καταλαμβάνει μια θέση στην κορυφή των χωρών με το μεγαλύτερο δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πολιτικές:
- Παράτασης του εργασιακού βίου. Και αυτό, παρότι αναγνωρίζεται πως η χώρα μας είναι μεταξύ των χωρών που έχουν ρητά συνδέσει τη μελλοντική αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης με τις αλλαγές στο προσδόκιμο ζωής. Βέβαια, σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις στελεχών του υπουργείου Εργασίας, ούτε το 2027 θα υπάρξει αναπροσαρμογή των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
- Ενίσχυσης της συμμετοχής μεγαλύτερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Στην έκθεση η Ελλάδα αξιολογείται ως προς τη «φιλικότητα» των θέσεων εργασίας στην περίπτωση των εργαζόμενων μεγαλύτερης ηλικίας, και το συμπέρασμα είναι πως η εγχώρια αγορά εργασίας χρειάζεται προσαρμογές για διατήρηση των εργαζομένων ηλικίας 55-70 ετών.