Την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας από την εποχή της πανδημίας, την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού και μετέπειτα τον ερχομό της διακυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και την επιβολή δασμών σχεδόν με όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, επιχειρεί να αποτυπώσει στο τελευταίο του βιβλίο ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, με τίτλο «Από τον πληθωρισμό στους δασμούς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Πελαγίδη, από το διάστημα αυτό των πέντε ετών είναι ακόμη νωρίς να αντλήσουμε μαθήματα, καθώς όλες αυτές οι εξελίξεις ακόμη ξεδιπλώνονται.
Αν υπάρχει ένα βασικό μάθημα που παίρνουμε είναι ότι «ο κόσμος έχει αλλάξει και αλλάζει ταχύτατα. Το φιλελεύθερο και συνεργατικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει δώσει την θέση του στην οικονομική ομαδοποίηση των χωρών, στον ανταγωνισμό και στην επιθετικότητα. Η διεθνής οικονομία έχει γίνει συναλλακτική ενώ το εθνικό συμφέρον και η ισχύς παίζουν καθοριστικό ρόλο. Το δε διεθνές οικονομικό σύστημα φαίνεται πως έχει αποκτήσει ένα "πολιτικό επιστέγασμα". Εργαλεία και παράγοντες όπως οι δασμοί, οι σπάνιες γαίες, αλλά και η ενέργεια, αποτελούν βασικά πεδία ανταγωνισμού και επιθετικότητας».
Ο μετριοπαθής Τραμπ
Αναφερόμενος στον Αμερικανό πρόεδρο και τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, επισημαίνει ότι «εκλέχθηκε με μια ριζοσπαστική οικονομική και πολιτική ατζέντα αλλά κατά τη γνώμη μου σήμερα βλέπουμε μια σχετική κανονικότητα στις πολιτικές της αμερικανικής διοίκησης, τουλάχιστον σε σχέση με τους πρώτους τρεις μήνες. Τον περασμένο Οκτώβριο που συμμετείχα στις συναντήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχα την ευκαιρία να ακούσω και να συναντήσω ανθρώπους από το επιτελείο του οι οποίοι μου φάνηκαν πάρα πολύ συστηματικοί και συγκροτημένοι σε αυτό που πιστεύουν.
Ανεξαρτήτως του τι γνώμη μπορεί να έχει κανείς για τις πολιτικές αυτές βεβαίως. Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι στους κύκλους της Ουάσινγκτον που συνάντησα, ο πρόεδρος Τραμπ θεωρείται πλέον γενικώς μετριοπαθής όσον αφορά την οικονομική ατζέντα».
Μένοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και ειδικότερα στην επιβολή δασμών που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον, ένα ερώτημα που απασχολεί τη διεθνή οικονομική κοινότητα, είναι αν θα πυροδοτήσουν ένα νέο ανοδικό κύκλο στον πληθωρισμό, σε μια εποχή ναι μεν που δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης ίσως και κάποιας στασιμότητας, ωστόσο η ακρίβεια παραμένει ως ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα των κυβερνήσεων.
Για τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, οι δασμοί μπορεί να είναι άλλο ένα στοιχείο επιβάρυνσης το οποίο χρειάζεται ίσως λίγο χρόνο για να εμφανιστεί και να αποτιμηθεί, αν και προς το παρόν δε φαίνεται να έχει σημαντική επίπτωση.
Ωστόσο, βαθύτερες είναι οι αιτίες για τις πληθωριστικές αναζωπυρώσεις. Όπως εξηγεί, «υπάρχει όπως είπα ο επιθετικός ανταγωνισμός για συγκεκριμένα εμπορεύματα που είναι πολύτιμα για την εποχή, υπάρχει η κλιματική αλλαγή που περιορίζει την προσφορά και προσθέτει κόστος. Υπάρχουν ενεργειακές ανάγκες που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, ιδιαιτέρως καθώς η γρήγορη ανάπτυξη της Ασίας συνεχίζεται.
Όλοι αυτοί είναι διαφορετικοί παράγοντες που οδηγούν σε μια οικονομία της σπανιότητας και των ελλείψεων. Ή μια οικονομία της ανεπαρκούς προσφοράς. Και φανταστείτε όλη αυτή η κατάσταση λαμβάνει χώρα σε μια εποχή που οι πιέσεις για αυξήσεις των δημοσιονομικών δαπανών ώστε να ενισχυθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά και τα χαμηλότερα γενικώς εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού, αυξάνονται».
Του θυμίζουμε ότι σε παλαιότερη συνέντευξη στο Euro2day.gr, είχε υποστηρίξει ότι ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να αλλάξει το κατεστημένο στο παγκόσμιο εμπόριο και να ξαναγράψει τους εμπορικούς κανόνες με γνώμονα το συμφέρον της χώρας του. Οδεύοντας προς τη συμπλήρωση ενός χρόνου της δεύτερης θητείας του στον Λευκό Οίκο, κρίνει ότι κάποιοι από αυτούς τους στόχους έχουν επιτευχθεί.
«Τα έσοδα από τους δασμούς υπολογίζονται σε περίπου 300 δισ. δολάρια για το 2025, ενώ οι βασικοί εισαγωγείς αυτοκινήτων για παράδειγμα, έχουν μειώσει τις τιμές περίπου 10%. Το εμπορικό ισοζύγιο δείχνει να βελτιώνεται, αλλά το μεγάλο πρόβλημα που παραμένει είναι το δημοσιονομικό. Είναι πάντως νωρίς να εκτιμηθεί η κατάσταση καθώς τα οικονομικά μέτρα θέλουν χρόνο για να δείξουν την επίδραση τους, αρνητική ή θετική», υπογραμμίζει.
Η ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ -η οποία δέχθηκε και δέχεται πιέσεις από την κυβέρνηση Τραμπ για μείωση των επιτοκίων- είναι ένα από τα θέματα που αναλύονται στο βιβλίο. Στο ερώτημα αν είναι πιθανό το ενδεχόμενο να γίνουμε μάρτυρες μιας παρέμβασης του Ντόναλντ Τραμπ στη νομισματική πολιτική της Fed και τι μήνυμα θα στείλει στους οικονομικούς, επιχειρηματικούς και επενδυτικούς κύκλους ανά τον κόσμο, ο Θοδωρής Πελαγίδης θεωρεί ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τον άνθρωπο που θα διαδεχτεί τον σημερινό κεντρικό τραπεζίτη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «αν για παράδειγμα είναι ο Κέβιν Γούορς δεν έχω αμφιβολία ότι η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα θα διατηρήσει την αυτονομία της και τον κρίσιμο ρόλο της αλλά με μια μικρή διαφορά. Η συζήτηση σήμερα βρίσκεται στην Αμερική στην έννοια της "ανεξαρτησίας της Fed".
Υπάρχει η εντύπωση από μερικούς κύκλους, ιδίως στην Αμερική αλλά κι αλλού, ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν κατάτι ξεφύγει από τη βασική εντολή που τις έχουν δώσει οι νομοθέτες. Και ότι πρέπει αυτή η εντολή να επανέλθει στην βασική της εκδοχή. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τις εξελίξεις τόσο στο πραγματικό όσο και στο ακαδημαϊκό πεδίο».
Η περίπτωση της κινεζικής οικονομίας
Το τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο έχει τον τίτλο «Νέος επιταχυντής της ιστορίας: Κίνα». Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι το επόμενο διάστημα μπορεί να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην παγκόσμια ανάπτυξη, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως η κρίση στα ακίνητα που παραμένει, η ανάπτυξη η οποία για τα δεδομένα της κινεζικής οικονομίας κινείται με επιβραδυντικούς ρυθμούς και φυσικά οι εμπορικές προστριβές με τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν είναι αμελητέες, ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παρατηρεί:
«Η οικονομία της Κίνας καθώς ωριμάζει δυσκολεύεται, -και είναι φυσιολογικό αυτό-, να φτάσει τα επίπεδα του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στο 5%. Από πέρυσι, οι προσπάθειες ενισχύονται μέσω μίας επεκτατικής δημοσιονομικής αλλά και διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Εκτιμώ ότι η δημοσιονομική επέκταση θα συνεχιστεί ώστε ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης να κυμανθεί γύρω στο 4,5%.
Σε κάθε περίπτωση, και η οικονομία της Κίνας αντιμετωπίζει σύνθετες δυσκολίες και ο προσανατολισμός από ένα μοντέλο εξαγωγικό και υπέρ επενδυτικό σε ένα μοντέλο που δίνει έμφαση στην εγχώρια ζήτηση περισσότερο, θα απαιτήσει χρόνο και μεγάλη προσπάθεια», καταλήγει ο Θεόδωρος Πελαγίδης.