Την ανάγκη υλοποίησης επενδύσεων ύψους 1,3 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών σε υποδομές προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο μεγάλος όγκος των τουριστών που επισκέπτονται τα ελληνικά νησιά το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου ανέδειξε, μεταξύ άλλων, η μελέτη «Οι υποδομές ως καταλύτης για τον ελληνικό τουρισμό» της Εθνικής Τράπεζας που παρουσίασε χθες η Τζέση Βουμβάκη, Deputy Chief Economist της ΕTE, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), με θέμα «Tourism Ahead».
Με βάση τη μελέτη, σε γενικές γραμμές, τα ελληνικά νησιά απαιτούν επενδύσεις 2,3 δισ. ευρώ ετησίως σε επίπεδο υποδομών προκειμένου να εξυπηρετούνται οι κάτοικοί τους. Σε αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθεί επιπλέον 1,3 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών που δημιουργούνται τους μήνες αιχμής λόγω της υψηλής τουριστικής ζήτησης.
«Ζούμε σε μια από τις ομορφότερες χώρες στον κόσμο και αντλούμε τουριστική αξία από αυτή τη φυσική ομορφιά. Η Ελλάδα κινείται με ταχύτητα Ferrari σε δρόμους που δεν αντέχουν αυτή την ένταση. Αυτό που δοκιμάζεται δεν είναι ο τουρισμός, αλλά η ικανότητά μας ως χώρα να διαχειριστούμε την επιτυχία και να μη γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας», σχολίασε η Τζέση Βουμβάκη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αναλογία μόνιμων κατοίκων - τουριστών από το 1990 μέχρι σήμερα έχει διαφοροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Πιο συγκεκριμένα, το 1990 για κάθε 10 κατοίκους η αναλογία ήταν 1 τουρίστας, το 2010 για κάθε 10 κατοίκους αντιστοιχούσαν 2 τουρίστες και σήμερα, το 2025, για κάθε 10 κατοίκους αντιστοιχούν 5 τουρίστες.
«Οι υποδομές που άντεχαν να καλύπτουν τους κατοίκους, άντεχαν για ένα δίμηνο να καλύπτουν κάποιους τουρίστες. Σήμερα υπάρχει πολλή ένταση στο σύστημα πλέον. Αν, ωστόσο, αναπτύσσαμε υποδομές για αυτό το δίμηνο, τους υπόλοιπους 10 μήνες θα ήταν σε αχρησία. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα για να χρηματοδοτηθεί», προσέθεσε η Deputy Chief Economist της ΕTE.
Οι επενδύσεις
Στο μέτωπο των επενδύσεων, όπως τόνισε η Τζέση Βουμβάκη, «η κρίση δεν επέτρεψε στις υποδομές να ακολουθήσουν τα άλματα του τουρισμού».
Τα τελευταία χρόνια οι κλάδοι των καταλυμάτων και της εστίασης και οι αερομεταφορές, που αποτελούν τον «στενό» τουριστικό κλάδο, συνέχισαν να επενδύουν και σε αυτό οφείλεται η ανάπτυξή του.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο των καταλυμάτων και της εστίασης, ο δείκτης ετήσιων επενδύσεων από το 100 που ήταν από το 2000 έως το 2009 καταγράφει σήμερα μικρή πτώση στο 95. «Οι επενδύσεις στον κλάδο των ξενοδοχείων, όμως, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Μάλιστα, παρατηρείται στροφή σε πιο πολυτελείς κλίνες, οι οποίες αντιστοιχούν στο 56% από 40% το 2010. Διαπιστώνουμε έτσι ποιοτική βελτίωση αλλά και ποσοτική αύξηση, με τις κλίνες τύπου Airbnb να διαμορφώνονται σε επίπεδα άνω του 1 εκατ.», επεσήμανε η Deputy Chief Economist της ΕTE.
Ως προς τις επενδύσεις αεροπορικών μεταφορών, τόσο σε επίπεδο υποδομών, με την αναβάθμιση αεροδρομίων, όσο και σε επίπεδο ενίσχυσης πτήσεων, ο σχετικός δείκτης από το 100 το διάστημα από το 2000 έως το 2009 έφτασε στο 149 το 2024.
«Ο στενός τομέας του τουρισμού έβαλε πολύ ισχυρές επενδυτικές βάσεις τα προηγούμενα χρόνια. Τη στιγμή που ο τουρισμός άνοιγε τα φτερά του, η Ελλάδα ζούσε μια από τις πιο βαθιές κρίσεις στη σύγχρονη Ιστορία της και φυσικά επηρέασε τις επενδύσεις σε βασικές υποδομές. Ο τουρισμός προχώρησε, αλλά οι αντοχές της οικονομίας δεν επέτρεψαν στις υποδομές να προχωρήσουν. Αυτή την αναντιστοιχία επέτεινε η κρίση», είπε η Τζέση Βουμβάκη.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας
Σε ό,τι αφορά τη θέση του κλάδου διεθνώς, με βάση τη σχετική μελέτη, «το μερίδιο της Ελλάδας στον παγκόσμιο τουρισμό από το 1994 έως το 2019 ήταν σταθερά στο 1,9% και τώρα βρίσκεται στο 2,5%, ένα ποσοστό πάρα πολύ μεγάλο, αν αναλογιστεί κανείς ότι γεωγραφικά η Ελλάδα στην έκταση παγκοσμίως έχει μερίδιο 0,1%», τόνισε η Τζέση Βουμβάκη. «Κερδίζουμε μερίδια και στη γειτονιά μας, μια πολύ ανταγωνιστική γειτονιά. Στο κομμάτι της ζήτησης πάμε πολύ καλά».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο παγκόσμιος τουρισμός αναμένεται να συνεχίσει τη δυναμική πορεία της τελευταίας 20ετίας, φθάνοντας τους 2,4 δισ. τουρίστες το 2040, από 1,5 δισ. το 2019.
«Αυτές οι εκτιμήσεις αποτυπώνουν τις προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό εφόσον υπάρξει σημαντική αλλαγή στο μίγμα του εισερχόμενου τουρισμού, με αύξηση του μεριδίου των τουριστών εκτός Ευρώπης. Έχουμε μια ευκαιρία να βελτιώσουμε την εποχικότητά μας.
Αν μέχρι το 2040 έχουμε καταφέρει η εποχικότητα του τουρισμού να έχει αντίστοιχη κατανομή με εκείνη μιας μέσης μεσογειακής χώρας και παράλληλα καταφέρουμε να διατηρήσουμε το μερίδιό μας, θα μπορούμε να υποδεχτούμε 18 εκατ. περισσότερους τουρίστες που θα εισφέρουν 14 δισ. ευρώ επιπλέον, χωρίς να επιβαρύνουμε τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Στο μέλλον οι οιωνοί είναι θετικοί», σχολίασε η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Tράπεζας.
Η επόμενη ημέρα
Στις προκλήσεις του ελληνικού τουρισμού την επόμενη ημέρα αναφέρθηκε από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης, εστιάζοντας στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό περιβάλλον, στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, στη βιώσιμη ανάπτυξη και τις υποδομές, καθώς και στην έλλειψη προσωπικού.
Έθεσε, δε, τον πήχη για το 2025 σε πάνω από 40 εκατ. αφίξεις, προβλέποντας ταξιδιωτικές εισπράξεις πάνω από 22,5 δισ. ευρώ. «Ο ελληνικός τουρισμός έχει ξεπεράσει όλες τις εκτιμήσεις και τους στόχους που είχαν τεθεί μέχρι σήμερα», είπε χαρακτηριστικά.
Για ανθεκτικότητα και σταθερότητα που χαρακτηρίζει την Ελλάδα έκανε λόγο ο υφυπουργός Εξωτερικών, Χάρης Θεοχάρης. «Οι επενδύσεις είναι ένα από τα success stories γιατί με βάση τα στοιχεία του 6μήνου του 2025 είμαστε πάνω από 15% του ΑΕΠ, άρα ο στόχος για 17,7% του χρόνου είναι εφικτός και ενδεχομένως να τον ξεπεράσουμε. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, ένας κρίσιμος παράγοντας, με στοιχεία 9μήνου είναι στα 8,5 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το ρεκόρ του 2022. Πρέπει να κάνουμε στροφή στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και να εστιάσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό».
«Είναι απαραίτητο οι επενδύσεις που απαιτούνται στο θέμα των υποδομών των τουριστικών προορισμών να συντελέσουν σε παράταση της τουριστικής περιόδου και να καταλήξουμε σε μεγαλύτερη δαπάνη ανά επισκέπτη. Αυτό θα οδηγήσει τον τουρισμό σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα και φυσικά του τουριστικού κλάδου. Το 2007 η παραγωγικότητα στη χώρα μας ήταν στο μέσο όρο της ευρωζώνης. Σήμερα είμαστε στο 70% αυτού του μεγέθους. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι έχουμε χάσει παραγωγικότητα», τόνισε από την πλευρά του ο Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
Στις υποδομές εστίασε από την πλευρά του ο Ευτύχιος Βασιλάκης, Αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΤΕ, πρόεδρος Aegean, CEO Autohellas.
«Σίγουρα ο τουρισμός πρέπει να έχει συμμετοχή στο κόστος των υποδομών, δεν πρέπει να πηγαίνει μονομερώς. Εκεί που η ανάπτυξη και οι υποδομές δίνουν ικανοποίηση στον πολίτη, δίνουν και στον τουρίστα. Δεν είναι το κύριο ζήτημα τα χρήματα, αλλά πράγματα όπως η προτεραιοποίηση, η δυνατότητα εκτέλεσης και η έλλειψη εργαζομένων.
Η δεύτερη διάσταση των υποδομών είναι ότι πρέπει να είναι λειτουργικές. Εφόσον πολλές υποδομές τις διαχειρίζεται το δημόσιο πρέπει να βρεθεί τρόπος η λειτουργία να είναι ικανοποιητική. Δεν θεωρώ ότι η παραχώρηση και οι ιδιώτες πρέπει να είναι για το δημόσιο ο μόνος τρόπος λειτουργίας. Όταν λέμε υποδομές, μιλάμε και για τη λειτουργία τους και αφορά γενικότερα τη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Αναζητούμε διάχυση χρονική και γεωγραφική και αυτά πρέπει να είναι και από τα βασικά κριτήρια προτεραιοποίησης των υποδομών», είπε χαρακτηριστικά.