Η Ελλάδα δεν κατατάσσεται πλέον στις πιο «αδύναμες» χώρες της Ευρώπης αναφορικά με τη σχέση αξίας/τιμής στην αγορά κινητής τηλεφωνίας, σύμφωνα με τη νέα μελέτη που διενήργησε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (EETT) σε συνεργασία με τη σουηδική εταιρεία TEFFICIENT.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει απομακρυνθεί από τις χώρες με χαμηλότερες επιδόσεις, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ολλανδία, και τώρα ευθυγραμμίζεται περισσότερο με την Ισπανία και τη Γαλλία.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της έρευνας διεξήχθη συγκριτική αξιολόγηση της ελληνικής αγοράς κινητών επικοινωνιών με βάση οικονομικούς δείκτες και σε σχέση με άλλα επιλεγμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο διάστημα των ετών 2019-2024.
Στο πλαίσιο αυτό, επιλέχθηκαν δώδεκα χώρες της ΕΕ, και συγκεκριμένα η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Ολλανδία, η Σλοβενία και η Ισπανία, με κοινό στοιχείο την υπαγωγή τους σ' ένα εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και τη χρήση του ίδιου νομίσματος (ευρώ).
Η εικόνα της ελληνικής αγοράς υπηρεσιών κινητής
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η Ελλάδα έχει τρεις κινητής τηλεφωνίας, τις Cosmote, Vodafone και Nova. Όμως, σε αντίθεση με άλλες αγορές που έχουν τρεις παρόχους και ελάχιστη ή καθόλου κοινή χρήση δικτύων, η Ελλάδα ξεχωρίζει επειδή η Vodafone και η Nova μοιράζονται εκτενώς τόσο την ενεργή, όσο και την παθητική υποδομή δικτύου, ιδίως στις αγροτικές περιοχές.
Μέχρι το τέλος του 2024 δεν υπήρχε κάποιος εικονικός πάροχος κινητής (Mobile Virtual Network Operator – MVNO) στην Ελλάδα. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2025, η Orizon ξεκίνησε τη δραστηριότητά της κάνοντας χρήση του δικτύου της Vodafone. Σε άλλες αγορές, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία, οι MVNOs κατέχουν μερίδιο αγοράς της τάξης του 10%.
Ένα από τα κύρια ευρήματα που προκύπτουν μέσα από την έρευνα είναι το γεγονός ότι το Μέσο Έσοδο ανά Χρήστη υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα (Average Revenue Per User – ARPU) βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη διάμεση τιμή των αντίστοιχων τιμών των άλλων κρατών-μελών που περιλαμβάνονται στην έρευνα.
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι το ARPU (χωρίς προσαρμογή επιπέδων τιμών) της Ελλάδας το 2024 ήταν 12,7 ευρώ (κάτω από τη διάμεση τιμή 15,2 ευρώ), σε αντιδιαστολή με 23 ευρώ στην Ιρλανδία, που ήταν η χώρα με την υψηλότερη τιμή. Αντίστοιχα, με προσαρμογή επιπέδων τιμών και με σημείο αναφοράς το ARPU της Ελλάδας (12,7 ευρώ), η διάμεση τιμή μειώνεται σε 11,9 ευρώ.
Μάλιστα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των 7 χωρών (από τις 11) που παρουσίασαν θετικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (CAGR) 2019-2024 στο ARPU τους για την περίοδο 2019-2024. Η Λιθουανία είχε την καλύτερη εξέλιξη στο ARPU, +7%, ενώ η Ισπανία είχε την χειρότερη, -5%.
Πώς διαμορφώνεται η χρήση δεδομένων
Ωστόσο, η χρήση δεδομένων στην Ελλάδα, ανά συνδρομή και ανά μήνα, βρίσκεται κάτω από τη διάμεση τιμή των χωρών που περιλαμβάνονται στη σύγκριση. Για την ακρίβεια, το 2024, η σχετική τιμή για την Ελλάδα ήταν 12,5 GB, σε αντιδιαστολή με 31,9 GB στην Αυστρία, που ήταν και η χώρα με την υψηλότερη χρήση. Εντούτοις, στην Ελλάδα σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση στη χρήση δεδομένων, που έφθασε το 51% για το διάστημα 2019-2024.
Την ίδια ώρα, τα συνολικά έσοδα ανά Gigabyte χρήσης δεδομένων κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα είναι ελαφρώς υψηλότερα από τη διάμεση τιμή, αλλά παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης (CAGR -33%) σε σύγκριση με τις άλλες χώρες στο διάστημα 2019-2024.
Η χρήση και τα έσοδα υπηρεσιών ομιλίας
Από την άλλη, όσον αφορά τη χρήση ομιλίας ανά συνδρομητή, στη χώρα μας καταγράφεται η υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών που περιλαμβάνονται στη σύγκριση, με 288 λεπτά μηνιαίως το 2024 και σαφώς αυξητική πορεία, καθώς η χώρα εμφανίζει τον μεγαλύτερο σύνθετο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR +7%).
Τέλος, τα έσοδα υπηρεσιών ομιλίας (ανά λεπτό) στις κινητές επικοινωνίες στην Ελλάδα είναι κοντά στη διάμεση τιμή και εμφανίζουν τη μεγαλύτερη πτωτική τάση (8%) σε σύγκριση με τις άλλες χώρες στο δεδομένο χρονικό διάστημα αναφοράς.
Σε γενικές γραμμές, από τη μελέτη προκύπτει ότι οι Έλληνες συνδρομητές φαίνεται να επιλέγουν να πληρώνουν ένα τυπικό μηνιαίο χρηματικό ποσό, αν και κάνουν χρήση σχετικά λιγότερων δεδομένων και περισσότερου χρόνου ομιλίας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της έρευνας. Δεδομένου ότι η ομιλία συνήθως έχει σταθερή χρέωση (Flat-rate), το βάρος στη σχέση αξίας-τιμής μετατοπίζεται στη χρήση δεδομένων.
Ωστόσο, καθώς η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται πλέον στις πιο αδύναμες αγορές κινητής, οι μελλοντικές προσδοκίες βελτίωσης της θέσης της σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες παραμένουν υψηλές, λαμβάνοντας υπόψη τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης τόσο της χρήσης δεδομένων όσο και ομιλίας.