Tην ακριβώς αντίθετη στρατηγική που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 2000 και συνεχίστηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης ακολουθούν πλέον οι τράπεζες σε ό,τι αφορά την παρουσία τους στον ασφαλιστικό κλάδο, με τη χθεσινή ανακοίνωση της εξαγοράς του 80% της Eurolife Ζωής από τη Eurobank να αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη μεταβολή.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι ήδη από τη δεκαετία του 2000 η Alpha Bank είχε πουλήσει την τότε θυγατρική της Alpha Ασφαλιστική στο γαλλικό όμιλο AXA, η Φοίνιξ-Metrolife-Εμπορική είχε περάσει από τα χέρια της Εμπορικής Τράπεζας στον έλεγχο της Groupama, ενώ η Marfin-Λαϊκή είχε διαθέσει το 51% των θυγατρικών της ασφαλιστικών εταιρειών στον γαλλικό-πολυεθνικό όμιλο της CNP.
Το σκεπτικό αυτό των κινήσεων ήταν πως οι τραπεζίτες δεν ξέρουν να διοικούν καλά μια ασφαλιστική εταιρεία, καθώς και ότι μέσω των πωλήσεων θα εισέρρεε φρέσκο χρήμα στα ταμεία των τραπεζών και επιπλέον οι τελευταίες θα συνέχιζαν να εξυπηρετούν τους πελάτες τους εισπράττοντας σημαντικές προμήθειες μέσα από το bancassurance.
Την επόμενη δεκαετία, το φαινόμενο απεμπλοκής των τραπεζών από τον τραπεζικό κλάδο εντάθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των ζητημάτων κεφαλαιακής επάρκειας που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός τομέας.
Έτσι εξηγούνται η πώληση του 80% του ομίλου Eurolife από τη Eurobank στην καναδική Fairfax (η οποία ωστόσο είναι και ο βασικότερος μέτοχος της Eurobank), η αποεπένδυση της Τράπεζας Πειραιώς από το 30% της Ευρωπαϊκής Πίστης και στη συνέχεια το σίριαλ που οδήγησε τη διάθεση του 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής στο αμερικανικό fund της CVC.
Κατά την τελευταία διετία, όμως, η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί ριζικά, με τις τράπεζες να ανακαλύπτουν εκ νέου τα οφέλη της ασφαλιστικής δραστηριότητας και να επενδύουν μαζικά σε αυτή.
Η Τράπεζα Πειραιώς βρίσκεται στη διαδικασία απόκτησης του 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής. Η Eurobank αφού ενσωμάτωσε τις θυγατρικές της CNP στην Κύπρο (μέσω της θυγατρικής της Ελληνικής Τράπεζας) προχωρά τώρα και στην επαναγορά του 80% της Eurolife Ζωής από τη «συγγενή» Fairfax. H Τράπεζα Κύπρου προχώρησε στην εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής Κύπρου, ενώ η Alpha Βank Κύπρου βρίσκεται σε συζητήσεις για την απόκτηση της τοπικής ασφαλιστικής εταιρείας Altius (ελέγχεται από ομάδα μετόχων υπό τον Δούκα Παλαιολόγο).
Και φυσικά έχουμε και την περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο διαπραγματεύσεων για τη δραστηριοποίησή της στο bancassurance, με το σενάριο απόκτησης μειοψηφικής συμμετοχής σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική εταιρεία να παραμένει ανοιχτό.
Η «προίκα» του bancassurance
Γιατί όμως οι τράπεζες επιλέγουν πλέον να δραστηριοποιηθούν άμεσα στον ασφαλιστικό κλάδο; Ένας πρώτος λόγος είναι ότι αυτή την περίοδο διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να προχωρήσουν σε επιθετικές κινήσεις.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι επιδιώκουν να διευρύνουν τις πηγές κερδοφορίας τους και επιπλέον να περιορίσουν την εξάρτηση των οικονομικών τους επιδόσεων από την εκάστοτε πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με τα επιτόκια (βλέπε διακύμανση καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, ανάλογα με την πορεία του Euribor).
Μια ακόμη ωστόσο πολύ σημαντική παράμετρο αποτελεί και η πολύ ενδιαφέρουσα πίτα που κατέχει το bancassurance στον ασφαλιστικό κλάδο. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του πρώτου φετινού εξαμήνου (πηγή Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος), η παραγωγή του κλάδου ζωής και υγείας διαμορφώθηκε σε 1,6 δισ. ευρώ (1,225 δισ. τα ατομικά συμβόλαια και 380 εκατ. το ομαδικά) και μέσα από τα τραπεζικά δίκτυα πέρασε το 43,5% της παραγωγής των ατομικών συμβολαίων και το 11,4% των ομαδικών.
Ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της παραγωγής εστιάζεται στα μακροχρόνια ασφαλιστικά προϊόντα που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις (unit linked).
Πέραν αυτού, όμως, οι τράπεζες έχουν αξιοσημείωτη συμμετοχή -ιδίως μέσα από τις χορηγήσεις δανείων- στις καλύψεις ακινήτων και οχημάτων, καθώς και μικρότερη παρουσία σε άλλους, μικρότερους και πιο εξειδικευμένους ασφαλιστικούς κλάδους.