Καταπέλτης στη δίκη των δύο προστατευόμενων μαρτύρων της Novartis ήταν ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος κατέθεσε σήμερα, επιβεβαιώνοντας τα όσα είχε αρχικά υποστηρίξει.
«Η μόνη χρόνια που η Novartis είχε ζημία στην Ελλάδα ήταν επί της δικής μου θητείας το 2014. Όχι μόνο δεν υπήρξε εύνοια προς τη συγκεκριμένη εταιρεία, αλλά αδικήθηκε σε σχέση με άλλες», είπε ο κ. Γεωργιάδης, αποδίδοντας «δόλο» στους Φιλίστορα Δεσταμπασίδη και Μαρία Μαραγγέλη για τα όσα κατέθεσαν εναντίον του ως προστατευόμενοι μάρτυρες.
«Επιβεβαιώνω εκ νέου την αρχική μου κατάθεση. Το 2013-2014 ήμουν υπουργός Υγείας και στο πλαίσιο της τότε θητείας μου και εν μέσω εξαιρετικά δύσκολων καταστάσεων ανέλαβα την ευθύνη να μαζέψω τα οικονομικά στοιχεία της φαρμακευτικής δαπάνης. Η θητεία μου συνδέθηκε με τη χαμηλότερη φαρμακευτική δαπάνη όλων των εποχών.
Όταν μετά από χρόνια άρχισε να συζητείται η λεγόμενη υπόθεση της Novartis, έλεγα στη σύζυγό μου: "Τι ωραία, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει εμένα". Για να είμαι όμως δίκαιος, πρέπει να σας πω πως η προσαρμογή ξεκίνησε από τους Σαλμά και Λοβέρδο. Πάρα ταύτα, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες πληροφορίες για εμένα σχετικά με καταθέσεις από προστατευόμενους μάρτυρες. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε», είπε ο υπουργός Υγείας και πρόσθεσε: «Ο κύριος Δεσταμπασίδης και η κυρία Μαραγγέλη υπήρξαν και μάρτυρες στις ΗΠΑ. Είναι πολύ κρίσιμο αυτό που σας λέω. Αυτό είναι παράνομο και εκεί έγκειται και η όλη υπόθεση. Γιατί; Γιατί είχαν ίδιον όφελος και κανένας εισαγγελέας δεν είχε το δικαίωμα να τους δώσει εδώ στην Ελλάδα τον χαρακτηρισμό "μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος", από τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι είχαν κερδίσει χρήματα».
Όπως υποστήριξε ο κ. Γεωργιάδης, «Στις καταθέσεις τους στις ΗΠΑ δεν λένε τίποτα για δωροδοκία πολιτικών προσώπων στην Ελλάδα. Δεν είναι οξύμωρο να μη θυμούνται στις ΗΠΑ ότι εγώ πήρα 2 εκατ. ευρώ και στην εισαγγελέα Τουλουπάκη να το λένε; Αν έλεγαν τα ίδια πράγματα σε Ελλάδα και ΗΠΑ, θα σας έλεγα ότι αυτή είναι η πεποίθησή τους, όμως δεν συμβαίνει αυτό.
Είχαν δόλο και ο δόλος τους έγκειται ότι στις ΗΠΑ μίλησαν για γιατρούς που λαδώθηκαν από τη Novartis και εδώ για πολιτικούς. Παρανόμως η κυρία Τουλουπάκη τούς έδωσε τον χαρακτηρισμό "μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος". Γιατί έτσι νόμιζαν ότι θα μείνουν ατιμώρητοι. Δεν αποδείχθηκε τίποτα από όσα κατέθεσαν εναντίον μου. Λυπάμαι που όλα αυτά δεν προέκυψαν και στον πρώτο βαθμό. Να σας πω ότι πρωτοδίκως έλεγαν ότι δεν ήταν μάρτυρες στις ΗΠΑ. Τρεις μήνες πριν, η κυρία Μαραγγέλη σάς έλεγε εδώ ότι δεν έχει να ζήσει και αποδείχθηκε τώρα ότι έλεγαν ψέματα. Πήρε 24 εκατομμύρια από τις ΗΠΑ. Δηλαδή το ψέμα πήγε σε άλλο επίπεδο», συνέχισε ο υπουργός Υγείας.
Για τη σχέση του με τον άλλοτε ισχυρό άνδρα της Novartis στην Ελλάδα Κωνσταντίνο Φρουζή, ο Αδωνις Γεωργιάδης είπε: «Δεν ήταν φίλος μου, ήταν θεσμικός μου εταίρος στον διάλογο του υπουργείου Υγείας. Ναι, υπήρχαν μηνύματα και τηλέφωνα, κάθε μέρα παίρνανε τηλέφωνο για τις δαπάνες. Ήταν πρόεδρος του ΣΦΕΕ. Οι συνομιλίες μας δεν ήταν ποτέ για θέμα της Novartis, ήταν πάντα για να τους πληρώσουμε. Δεν είχαν αγωνία να πιάσουν τον υπουργό, ξέρανε οι φαρμακευτικές ότι η χώρα δεν θα έπαιρνε τα χρήματα από τους εταίρους αν δεν τις εξοφλούσαμε. Η μεγαλύτερη οργή προς την κυρία Τουλουπάκη είναι πως δεν κατάλαβε το βλακώδες της όλης ιστορίας».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Γεωργιάδης υποστήριξε ότι ο ρόλος του υπουργού στην τιμολόγηση φαρμάκων είναι θεσμικός. «Φτιάχνει το θεσμικό πλαίσιο. Παίρνουμε τον μέσο όρο των τιμών των φαρμάκων των 28 χωρών της ΕΕ και είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε το μέσο των τριών φτωχότερων χωρών. Έτσι είχαμε μια ταχεία αποκλιμάκωση των τιμών των φαρμάκων. Η τιμολόγηση γίνεται από τον ΕΟΦ, όχι από τον υπουργό Υγείας. Ο κάθε υπουργός όμως δεν έχει δικαίωμα να είναι στην τιμολόγηση».
Για τον Φιλίστορα Δεσταμπασίδη, ο κ. Γεωργιάδης σημείωσε: «Είπε ότι είναι ευρέως γνωστό ότι εγώ μέσω των εκδόσεών μου έκανα ξέπλυμα. Εγώ κληρονόμησα τις εκδόσεις από τους γονείς μου. Δηλαδή τι, εγώ είχα τις εκδόσεις για να κάνω ξέπλυμα 22 χρόνια μετά που έκανε υπουργό ο Σαμαράς;», τόνισε ο κ. Γεωργιάδης και συνέχισε: «Μου άνοιξαν τους λογαριασμούς όλης της οικογένειάς μου. Έψαξαν τα πάντα. Και αφού τα έκαναν όλα αυτά, δεν βρήκαν τίποτα. Για αυτό τον λόγο η υπόθεση αρχειοθετήθηκε».