H δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ετοιμάζεται να καταστήσει ανεξάρτητη τη νομισματική της πολιτική και κάνοντας το αυτό θα καταστρέψει το υπάρχον παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, υποστηρίζει στους Financial Times o Ράσελ Νάπιερ, χρηματοοικονομικός σύμβουλος και δημιουργός του πανεπιστημιακού μαθήματος Πρακτική Ιστορία των Χρηματοοικονομικών Αγορών.
Όπως υποστηρίζει, η Κίνα δεν πρέπει απλά να βγει από την παγίδα του αποπληθωρισμού, αλλά πρέπει να μειώσει τον λόγο του χρέους μέσω της πληθωριστικής αύξησης του παρανομαστή (του ΑΕΠ).
Το μη χρηματοοικονομικό χρέος της Κίνας βρίσκεται στο 311% του ΑΕΠ και είναι ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των μεγάλων οικονομιών. Ενώ οι περισσότερες χώρες μειώνουν τον λόγο του χρέους χάρη στην υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση της τιμής των χρεογράφων, το χρέος της Κίνας συνεχίζει να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στις απαρχές της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης τον Δεκέμβριο του 2007, το συνολικό μη χρηματοοικονομικό χρέος της Κίνας ανερχόταν μόλις στο 142% του ΑΕΠ.
Το καθεστώς στόχευσης της συναλλαγματικής οικονομίας, το οποίο περιορίζει την αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε ευθυγράμμιση με την αύξηση του συνολικού χρέους, οδήγησε την Κίνα σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τον Νάπιερ, oι κινεζικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη νομισματική πολιτική για να πυροδοτήσουν υψηλότερη ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τον ίδιο να επιτρέψουν στη συναλλαγματική ισοτιμία να προσαρμοστεί στο επίπεδο αύξησης της ποσότητας του χρήματος που απαιτείται για να μειωθεί το βάρος του χρέους της Κίνας.
Και κάτι τέτοιο θα οδηγούσε κατά τον Νάπιερ στο τέλος του τρέχοντος παγκόσμιου νομισματικού συστήματος.
Όπως αναφέρει, από το 1994 η Κίνα παρεμβαίνει στις αγορές για να αποτρέψει την ανατίμηση του νομίσματος της σε σχέση με το δολάριο. Η παρέμβαση αυτή χρηματοδότησε την αγορά κρατικών ομόλογων ανεπτυγμένων οικονομιών, ιδίως των ΗΠΑ. Οι βεβιασμένες αυτές αγορές, ανεξαρτήτως τιμής, αποσυνέδεσαν ουσιαστικά το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου από τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης στον ανεπτυγμένο κόσμο, υποστηρίζει ο Νάπιερ.
To παγκόσμιο νομισματικό σύστημα δημιούργησε έτσι ένα τεχνητά μεγάλο χάσμα ανάμεσα στον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης και το προεξοφλητικό επιτόκιο, πληθωρίζοντας τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού. Οι αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών, με βάση τον δείκτη P/E, ανέβηκαν σε υψηλότερο επίπεδο υπό αυτό το νομισματικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή, σημειώνει ο Νάπιερ, η υπερβάλουσα εγχώρια ρευστότητα που δημιουργούσαν οι παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας της Κίνας κατευθύνθηκαν μέσω του κινεζικού τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότηση επενδύσεων και στην αύξηση της παραγωγής εις βάρος της κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα αυτού του κρατικού καπιταλισμού ήταν σύμφωνα με τον Νάπιερ να συγκρατηθούν οι τιμές και το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας να διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα από ότι θα συνέβαινε σε ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς.
Οι φορείς άσκησης πολιτικής του ανεπτυγμένου κόσμου κινούνται ήδη προς μια κατεύθυνση μεγαλύτερου παρεμβατισμού ώστε να διασφαλίσουν ότι η διόρθωση των υπερβολικών ανισορροπιών του παλιού νομισματικού συστήματος θα επέλθει με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Ο παρεμβατισμός αυτός μας οδηγεί πίσω στο σύστημα που επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που μείωσε τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα χρέους.
Το νέο αυτό παγκόσμιο νομισματικό σύστημα προκαλεί ριζικές αλλαγές για τους επενδυτές τις οποίες θα δυσκολευτούν να αντιμετωπίσουν χωρίς βαθιά γνώση της οικονομικής ιστορίας, προειδοποιεί ο Νάπιερ.