Η Γερμανία προωθεί μια πρόταση για την εισαγωγή επιδοτούμενης βιομηχανικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας («Industriestrompreis»), με στόχο τη στήριξη των ενεργοβόρων βιομηχανιών που αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος, γράφει η Handelsblatt.
Η πρωτοβουλία, στην οποία ηγείται το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων της Γερμανίας και υποστηρίζει η Γερμανική Υπηρεσία Ενέργειας (DENA), περιγράφει έναν μηχανισμό ανακούφισης που θα θέτει ανώτατο όριο στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιλέξιμες βιομηχανίες στα περίπου 50 ευρώ ανά MWh, για μια μεταβατική περίοδο που πιθανότατα θα διαρκέσει έως το 2030. Στόχος δε είναι το μέτρο να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου του 2026.
Το σχέδιο στοχεύει σε τομείς κρίσιμους για την απανθρακοποίηση και την ανταγωνιστικότητα, όπως η χημική βιομηχανία, ο χαλυβουργικός κλάδος και τα βασικά υλικά, και έχει σχεδιαστεί ώστε να λειτουργήσει ως γέφυρα μέχρι να αναπτυχθεί επαρκής δυναμικότητα από ΑΠΕ και να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς.
Η πρόταση βρίσκεται επί του παρόντος υπό εξέταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδίως ως προς τη συμβατότητά της με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τις Κρατικές Ενισχύσεις για το Κλίμα, την Ενέργεια και το Περιβάλλον (CISAF).
Παρότι οι κανόνες CISAF επιτρέπουν την παροχή ενίσχυσης σε ενεργοβόρους καταναλωτές, επιβάλλουν αυστηρές προϋποθέσεις (π.χ. έκθεση σε διεθνή ανταγωνισμό, δεσμεύσεις για απαλλαγή από τον άνθρακα και όρια στην ένταση της ενίσχυσης).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η Γερμανία φαίνεται να εξετάζει τρόπους παράκαμψης ή χαλάρωσης αυτών των περιορισμών, πιθανόν μέσω ένταξης του μέτρου ως στρατηγικής βιομηχανικής πολιτικής ή με αξιοποίηση του άρθρου 107(3)(γ) της ΣΛΕΕ, ώστε να δικαιολογήσει τις ευρύτερες εξαιρέσεις.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι γίνονται προσπάθειες σχεδιασμού του σχήματος με τρόπο που να αποφεύγει την πλήρη ευθυγράμμιση με το CISAF, αναγνωρίζοντας ότι ένα αυστηρά συμβατό μοντέλο θα ήταν αναποτελεσματικό για τους πλέον ενεργοβόρους κλάδους.
Η γερμανική πρωτοβουλία ενδέχεται να δημιουργήσει δεδικασμένο για άλλα κράτη-μέλη που επιδιώκουν πιο ευέλικτα μέσα στήριξης, ιδίως εν μέσω των συνεχιζόμενων συζητήσεων για τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και την ενίσχυση της βιομηχανικής ανθεκτικότητας.