Κορυφαίοι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα των εκτεταμένων δασμών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, σε μια υπόθεση που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη βασική του οικονομική πολιτική.
Κατά την ακρόαση επιχειρημάτων στην Ουάσιγκτον την Τετάρτη, τρεις συντηρητικοί δικαστές αμφισβήτησαν τη χρήση του νόμου περί έκτακτων εξουσιών για τη συλλογή δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε δασμούς κάθε μήνα.
Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς, δήλωσε ότι οι δασμοί αποτελούν «επιβολή φόρων στους Αμερικανούς και αυτό υπήρξε πάντα μια από τις κύριες εξουσίες του Κογκρέσου».
Οι διορισμένοι από τον Τραμπ δικαστές Νιλ Γκόρσατς και Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ εμφανίστηκαν επίσης σκεπτικοί για τα επιχειρήματα της κυβέρνησης.
Μια απόφαση κατά του Τραμπ θα μπορούσε να αναγκάσει το αμερικανικό ομοσπονδιακό κράτος να επιστρέψει πάνω από 100 δισ. δολάρια και να περιορίσει ένα σημαντικό μοχλό πίεσης που έχει χρησιμοποιήσει ο Τραμπ έναντι των εμπορικών εταίρων.
Η υπόθεση αφορά τους δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ κατά την «Ημέρα Απελευθέρωσης».
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτοί οι δασμοί είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση του μακροχρόνιου εθνικού εμπορικού ελλείμματος.
Εταιρείες που πλήττονται από τους δασμούς καθώς και κάποιες Πολιτείες (οι περισσότερες ελέγχονται από τους Δημοκρατικούς) προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, εκτιμώντας ότι ο πρόεδρος δεν μπορεί να παρακάμπτει το Κογκρέσο για να επιβάλει δασμούς που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις αλλά και τη ζωή των Αμερικανών καταναλωτών.
Πολλά ομοσπονδιακά δικαστήρια έχουν κρίνει παράνομους τους δασμούς αυτούς, που αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι από εκείνους που επιβλήθηκαν σε συγκεκριμένους τομείς, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία ή τον χάλυβα.
Οι δασμοί πάντως παραμένουν σε ισχύ μέχρι να αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο.
«Με τους δασμούς, είμαστε μια πλούσια χώρα, χωρίς τους δασμούς, είμαστε φτωχοί» υποστήριξε στην αγόρευσή του ο νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης, Τζον Σάουερ.
«Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος μπορεί να επιβάλει δασμούς στους Αμερικανούς όποτε θέλει, στο ποσοστό που θέλει, για όποια χώρα και προϊόντα θέλει και για όσο χρονικό διάστημα θέλει, απλώς και μόνο δηλώνοντας ότι τα χρόνια εμπορικά ελλείμματα συνιστούν επείγουσα κατάσταση» απάντησαν οι δικηγόροι μίας από τις πληττόμενες εταιρείες. «Ο πρόεδρος μπορεί ακόμη να αλλάξει άποψη αύριο και να την αλλάξει ξανά μεθαύριο», υπογράμμισαν, αναφερόμενοι στις αλλεπάλληλες μεταστροφές του Τραμπ σε ό,τι αφορά τη δασμολογική πολιτική του.
«Επαφίεται στο Κογκρέσο και όχι στον πρόεδρο, να αποφασίζει αν και κατά πόσο θα φορολογηθούν οι Αμερικανοί που εισάγουν προϊόντα», υποστηρίζουν από την πλευρά τους οι δώδεκα Πολιτείες που προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, προτρέποντάς το να μην επιτρέψει στον πρόεδρο «να ιδιοποιηθεί αυτήν την εξουσία». «Οι δασμοί στις τομάτες δεν επιλύουν την κρίση της φεντανύλης», πρόσθεσαν.