Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε κυρώσεις σε επίπεδο θεωρήσεων εισόδου (visa) στον πρώην Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τιερί Μπρετόν και σε ακόμη τέσσερα πρόσωπα, κατηγορώντας τους ότι επιχείρησαν να εξαναγκάσουν αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να αστυνομεύουν την πολιτική έκφραση στις πλατφόρμες τους.
«Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδεολόγοι στην Ευρώπη ηγήθηκαν οργανωμένων προσπαθειών για να εξαναγκάσουν αμερικανικές πλατφόρμες να τιμωρούν αμερικανικές απόψεις με τις οποίες διαφωνούν», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X. «Η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα ανεχθεί πλέον αυτές τις κατάφωρες πράξεις εξωεδαφικής λογοκρισίας».
Ο Ρούμπιο πρόσθεσε ότι οι αμερικανικές αρχές «είναι έτοιμες και πρόθυμες να επεκτείνουν αυτόν τον κατάλογο, εάν άλλοι δεν αλλάξουν πορεία».
Πέραν του Μπρετόν, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στοχοποίησε επίσης ακτιβιστές και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ψηφιακής ρητορικής μίσους και της αντιμετώπισης του εξτρεμισμού. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο Ιμράν Άχμεντ του Center for Countering Digital Hate και η Κλερ Μέλφορντ του βρετανικού Global Disinformation Index, καθώς και η Άννα-Λένα φον Χόντενμπεργκ και η Ζοζεφίν Μπαλόν της γερμανικής οργάνωσης HateAid, η οποία επισημαίνει ακροδεξιά ρητορική μίσους στο διαδίκτυο.
Το Global Disinformation Index χαρακτήρισε τις κυρώσεις, σε ανακοίνωσή του, «αυταρχική επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου και κατάφωρη πράξη κρατικής λογοκρισίας», κατηγορώντας την κυβέρνηση Τραμπ ότι χρησιμοποιεί την εξουσία της για να «εκφοβίζει, να λογοκρίνει και να φιμώνει φωνές με τις οποίες διαφωνεί».
Ο Μπρετόν, σε ανάρτησή του στο X, δήλωσε ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία ψηφίστηκε με ευρεία στήριξη. «Προς τους Αμερικανούς φίλους μας: “Η λογοκρισία δεν βρίσκεται εκεί όπου νομίζετε”», ανέφερε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Λευκός Οίκος έχουν επανειλημμένα συγκρουστεί για ζητήματα ελευθερίας του λόγου και ρύθμισης της τεχνολογίας, με το κοινωνικό δίκτυο X του συμμάχου του Τραμπ, Έλον Μασκ, να του επιβάλλεται νωρίτερα αυτόν τον μήνα πρόστιμο 120 εκατ. ευρώ (140 εκατ. δολάρια) για παραβίαση του αμφιλεγόμενου ευρωπαϊκού νόμου περί εποπτείας περιεχομένου. Αξιωματούχος της ΕΕ αρνήθηκε ότι η κίνηση αυτή σχετιζόταν με λογοκρισία, υποστηρίζοντας ότι εστίαζε στη διαφάνεια.