Το ασύμμετρο περιβάλλον και οι διαφορετικοί στόχοι ΕΚΤ και Fed. Πώς επηρεάζει η νέα νομισματική πραγματικότητα νοικοκυριά και επιχειρήσεις στη χώρα μας. Γράφει ο Νicholas Havoutis.
Στις 29 Οκτωβρίου 2025, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 3,75–4%, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση ενός τριετούς κύκλου νομισματικής σύσφιξης. Ο Καναδάς ακολούθησε με αντίστοιχη κίνηση, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατήρησε αμετάβλητο το επιτόκιό της στο 2%.
Η διαφοροποίηση αυτή δεν αντικατοπτρίζει μόνο διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, αλλά και διαφορετικά επίπεδα ανοχής στον κίνδυνο. Οι κεντρικές τράπεζες εισέρχονται σε φάση επαναπροσδιορισμού της ισορροπίας μεταξύ πληθωριστικής σταθερότητας και αναπτυξιακής στήριξης, καθώς τα παραδοσιακά εργαλεία νομισματικής πολιτικής πλησιάζουν τα όρια της αποτελεσματικότητάς τους.
Η παγκόσμια νομισματική εικόνα αποκαλύπτει ένα πολυπολικό τοπίο πολιτικής. Οι ΗΠΑ κινούνται προς ελεγχόμενη χαλάρωση, προκειμένου να διαφυλάξουν την ανάπτυξη. Η ΕΚΤ επιλέγει τη διατήρηση της σταθερότητας, με σαφή προτεραιότητα την προστασία της αξιοπιστίας του ευρώ. Η Ιαπωνία παραμένει στο ιστορικό της πλαίσιο χαμηλού κόστους χρήματος, το οποίο έχει ενσωματωθεί στη λειτουργία της οικονομίας και των αγορών της.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ασύμμετρο νομισματικό περιβάλλον, όπου οι αγορές κεφαλαίου και οι ροές επενδύσεων επηρεάζονται περισσότερο από τις προσδοκίες για τη διάρκεια των πολιτικών παρά από τα επιτόκια καθαυτά.
Η στρατηγική διάσταση των αποφάσεων
Η νομισματική πολιτική έχει πλέον μετατραπεί σε εργαλείο διαχείρισης εμπιστοσύνης και προσδοκιών. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα σε τρεις παράλληλους στόχους:
- Αποφυγή ύφεσης μέσω επαρκούς ρευστότητας,
- Διατήρηση νομισματικής αξιοπιστίας για τη σταθερότητα του νομίσματος,
- Περιορισμός των κοινωνικών ανισορροπιών που προκαλεί το υψηλό κόστος δανεισμού.
Η Fed επιδιώκει ελεγχόμενο αποπληθωρισμό χωρίς να ανακόψει την επενδυτική δυναμική. Η ΕΚΤ διατηρεί μια πιο συντηρητική στάση, επηρεασμένη από την εμπειρία της ενεργειακής κρίσης του 2022, που άφησε βαθιά ίχνη στις προσδοκίες για πληθωρισμό.
Αντίθετα, ο Καναδάς και το Ην. Βασίλειο προχωρούν σε μικρές, στοχευμένες κινήσεις, περισσότερο ως σήματα πολιτικής πρόθεσης, παρά ως ουσιαστική μεταβολή κόστους χρήματος.
Η εξέλιξη της νομισματικής σκέψης: Από τον πληθωρισμό στη σταθερότητα
Η σύγχρονη νομισματική πολιτική έχει υποστεί βαθιά μεταμόρφωση τις τελευταίες δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1980 έως και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούσαν υπό το δόγμα της αντιπληθωριστικής ορθοδοξίας: ο μοναδικός στόχος ήταν η σταθερότητα των τιμών, ακόμη και εις βάρος της ανάπτυξης ή της απασχόλησης. Η νομισματική πολιτική οριζόταν τότε σχεδόν αποκλειστικά από τα επιτόκια, με τη λογική ότι οι αγορές θα προσαρμόζονταν αυτόματα στην εκάστοτε κατεύθυνση της πολιτικής.
Η κρίση του 2008 και ό,τι ακολούθησε -από την πανδημία έως την ενεργειακή κρίση- αποκάλυψαν τα όρια αυτής της προσέγγισης. Η σταθερότητα τιμών αποδείχθηκε αναγκαία, αλλά όχι επαρκής, για τη σταθερότητα των οικονομιών. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους με ευρύτερη ευθύνη: όχι μόνο για τη νομισματική ισορροπία, αλλά και για τη χρηματοπιστωτική και κοινωνική συνοχή.
Η νομισματική πολιτική έγινε πιο πολυδιάστατη. Εκτός από τα βασικά επιτόκια, χρησιμοποιούνται πλέον μη συμβατικά εργαλεία, όπως η ποσοτική χαλάρωση, οι στοχευμένες πράξεις ρευστότητας και οι αγορές κρατικών ή εταιρικών τίτλων.
Παράλληλα, η επικοινωνία των κεντρικών τραπεζών -η προληπτική καθοδήγηση των αγορών- απέκτησε καθοριστικό ρόλο. Η διαμόρφωση των προσδοκιών λειτουργεί σήμερα ως κρίσιμος μηχανισμός σταθερότητας, ιδίως σε περιόδους αβεβαιότητας.
Η νέα φιλοσοφία μπορεί να συνοψιστεί ως μετάβαση από την αυστηρότητα στη στρατηγική ευελιξία. Οι τράπεζες δεν περιορίζονται πλέον στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού· επιδιώκουν να προλαμβάνουν τις κρίσεις, να ενισχύουν την εμπιστοσύνη και να στηρίζουν την οικονομική προσαρμογή. Αυτή η μετατόπιση σηματοδοτεί την ωρίμανση της νομισματικής σκέψης: από το «ελέγχω τις τιμές» στο «σταθεροποιώ το σύστημα».
Η ελληνική οικονομία στο πλαίσιο της νέας νομισματικής πραγματικότητας
Νοικοκυριά:
Η Ελλάδα παραμένει διαρθρωτικά ευάλωτη σε υψηλά επιτόκια, λόγω του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και της περιορισμένης διείσδυσης εναλλακτικών πιστωτικών μηχανισμών. Η καθυστέρηση στη μετάδοση των μειώσεων επιτοκίων οδηγεί σε βραδεία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού, περιορίζοντας τη ρευστότητα των νοικοκυριών και αναστέλλοντας την εγχώρια κατανάλωση.
Αυτή η χρονική ασυμμετρία ενισχύει την ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικά σοκ, ιδιαίτερα αν η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη παραμείνει υποτονική.
Επιχειρήσεις:
Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν σε περιβάλλον υψηλού κόστους κεφαλαίου και περιορισμένης τραπεζικής ρευστότητας. Η χρηματοδότηση εξαρτάται περισσότερο από την πιστοληπτική αξιολόγηση παρά από το επιτόκιο αναφοράς, γεγονός που μειώνει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία.
Ακόμη και αν η ΕΚΤ κινηθεί προς περαιτέρω χαλάρωση, η αποτελεσματικότητα για την ελληνική αγορά θα εξαρτηθεί από τη βελτίωση της τραπεζικής διαμεσολάβησης και τη μείωση των περιθωρίων δανεισμού.
Δημόσιο:
Το ελληνικό Δημόσιο συγκαταλέγεται στους καθαρούς ωφελημένους από την πτώση των επιτοκίων, καθώς μειώνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για αναπτυξιακές ή κοινωνικές πρωτοβουλίες.
Ωστόσο, το όφελος αυτό είναι χρονικά περιορισμένο. Χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης χρέους και ουσιαστική ενίσχυση των επενδύσεων, η θετική επίδραση της νομισματικής χαλάρωσης θα παραμείνει ποσοτική και όχι δομική.
Προοπτικές και κίνδυνοι για το 2026
1. Παγκόσμια επιβράδυνση: Ενδεχόμενη περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής για αποφυγή ύφεσης, με πιθανότητα επαναφοράς ποσοτικής χαλάρωσης.
2. Αναζωπύρωση πληθωρισμού: Εάν η ζήτηση ανακάμψει ταχύτερα από την παραγωγική ικανότητα, οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αναστρέψουν πορεία.
3. Ήπια σταθερότητα: Το πιθανότερο σενάριο – μια φάση χαμηλής ανάπτυξης, συγκρατημένου πληθωρισμού και σταδιακής επαναπροσαρμογής αγορών και πολιτικής.
Συνολική εκτίμηση
Η παρούσα νομισματική συγκυρία δεν συνιστά απλώς μια αλλαγή στα επιτόκια, αλλά μια βαθύτερη μεταβολή στη λογική και τους στόχους της νομισματικής πολιτικής.
Οι κεντρικές τράπεζες μεταβαίνουν από τη λογική της αντιπληθωριστικής αυστηρότητας σε ένα πλαίσιο προληπτικής σταθεροποίησης, όπου το κύριο ζητούμενο είναι η διαμόρφωση εμπιστοσύνης και προβλεψιμότητας στην αγορά.
Για την Ελλάδα, η φάση αυτή αποτελεί δίκοπο εργαλείο: προσφέρει τη δυνατότητα μείωσης του κόστους χρηματοδότησης, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί ικανότητα μετατροπής της νομισματικής χαλάρωσης σε παραγωγική επένδυση και διαρθρωτική αναβάθμιση.
Σε έναν κόσμο όπου η νομισματική πολιτική λειτουργεί ως συντονιστής εμπιστοσύνης και ροών κεφαλαίου, η ελληνική οικονομία καλείται να υπερβεί το στάδιο της παθητικής προσαρμογής και να διαμορφώσει στρατηγική ανθεκτικότητας και προνοητικότητας.
Πηγές: Federal Reserve, Trading Economics, Οκτ 2025, European Central Bank (ECB), Reuters, Οκτ 2025, Bank of Canada, Trading Economics, Οκτ 2025, Bank of England, Reuters, Οκτ 2025, Bank of Japan, Trading Economics, Οκτ 2025.
* Ο Nicholas Havoutis διαθέτει πολυετή εμπειρία στην ηγεσία στρατηγικών χρηματοοικονομικών μονάδων, έχοντας διατελέσει στέλεχος της JPMorgan (Νέα Υόρκη), της Chase Manhattan Bank (Λονδίνο) και της Eurobank (Αθήνα). Παράλληλα, έχει σημαντική παρουσία στον χώρο των ΜΜΕ. Σήμερα, ως επικεφαλής της SoZone Limited, συμβουλεύει επιχειρήσεις και επενδυτές σε διεθνή ανάπτυξη, οργανική βελτιστοποίηση και στρατηγικές συγχωνεύσεων και εξαγορών.