Κατά τη συνάντηση που είχε ο νέος κοινοτικός επίτροπος για οικονομικά θέματα κ. Τζεντιλόνι με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρα, ο τελευταίος φέρεται να του παρουσίασε την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) που έχουν διενεργήσει οι υπηρεσίες της κεντρικής τράπεζας.
H ανάλυση ενσωματώνει τη ραγδαία αποκλιμάκωση των ελληνικών επιτοκίων δανεισμού και καταλήγει στο συμπέρασμα πως η φερεγγυότητα του χρέους παραμένει σχεδόν αμετάβλητη, αν ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα μειωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2021.
Αν η πτώση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου κάτω από το 1% είχε συμβεί εκείνες τις μέρες, η ανάλυση της ΤτΕ θα ήταν ακόμη πιο επίκαιρη.
Παρ' όλα αυτά, η ανωτέρω εξέλιξη ενισχύει τα τεχνικής φύσεως επιχειρήματα της Αθήνας προς τους δανειστές υπέρ της μείωσης του στόχου 3,5% του ΑΕΠ για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021.
Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πτώση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου κάτω από το 1% είναι απόρροια, αφενός, του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη και διεθνώς και αφετέρου, της μείωσης του ελληνικού ρίσκου όπως το αντιλαμβάνεται η αγορά.
Από τα γραφήματα προκύπτει ότι η αποκλιμάκωση των αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα σε σχεδόν μόνιμη βάση ξεκίνησε το 2017. Υπενθυμίζεται ότι το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, η χώρα βγήκε στις αγορές για πρώτη φορά από το 2014 με την πώληση του 5ετούς ομολόγου.
Όμως, η συμπίεση του spread, δηλ. του διαφορικού επιτοκίου που χωρίζει το ελληνικό 10ετές ομόλογο από το αντίστοιχο γερμανικό, που είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης του ελληνικού ρίσκου, ξεκίνησε πιο νωρίς, το 2016.
Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων και η συμπίεση του spread επιταχύνθηκε μέσα στο 2019 καθώς οι αγορές προεξόφλησαν αρχικά τη νίκη της ΝΔ στις εθνικές εκλογές και εν συνεχεία, μια σειρά από άλλα καλά νέα όπως οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται από την αρχή του 2020, για να φθάσουμε στη χθεσινή εξέλιξη με την απόδοση στο 0,94% και το spread στις 134 μονάδες βάσης, έναντι του 10ετούς γερμανικού ομολόγου.
Πρόσφατα, η στήλη εκτίμησε με βάση την εικόνα που έχει από τους δανειστές πως δεν θεωρεί πιθανό να εγκριθεί το ελληνικό αίτημα για μείωση του στόχου, για πολιτικούς λόγους.
Αντίθετα, θεωρεί πολύ πιο πιθανό, με βάση τα λεγόμενα των ίδιων ανθρώπων, πως θα ικανοποιηθούν τα άλλα τρία αιτήματα.
Κοινώς, η αφαίρεση δαπανών για το μεταναστευτικό από τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, η απλή μεταφορά των υπερπλεονασμάτων από τη μια χρονιά στην άλλη και τέλος, η αλλαγή χρήσης των κερδών από τα ομόλογα SMPs και ANFAs.
Όταν όμως κανείς αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις, θα ήταν καλό να αναπροσαρμόζει την τακτική του.
Η στήλη θεωρεί πως η Αθήνα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να περάσει το ελληνικό αίτημα για τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου, αν αφορά μια χρονιά, π.χ. το 2021, και όχι δύο, δηλ. 2021-2022.
Κι αυτό για δύο λόγους.
Πρώτον, υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα για το 2021. Κι αυτό γιατί θα υπάρχει μεγαλύτερη σιγουριά για την εξέλιξη του κόστους δανεισμού, τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και το πλεόνασμα που καθορίζουν τη φερεγγυότητα του χρέους.
Δεύτερον, είναι πολιτικά πιο εύκολο να το «πουλήσουν» στις χώρες τους αφού θα μπορούν να ισχυρισθούν πως δίνουν μεν στην Ελλάδα περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για μια χρονιά, αλλά αν τα νούμερα δεν βγαίνουν το 2022, ο στόχος θα επανέλθει στο 3,5% του ΑΕΠ.
Η στήλη εκτιμά πως μια τέτοια προσέγγιση έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε σχέση με την επιδίωξη για μείωση του στόχου τη διετία 2021-2022.
Βήμα βήμα, λοιπόν.