Τον Μάρτιο του 1991, λίγο μετά την επίθεση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Κουβέιτ, 9 στους 10 Αμερικανούς επιδοκίμαζαν τη διακυβέρνηση του τότε προέδρου George W. Bush.
Ενάμιση χρόνο αργότερα και τις προεδρικές εκλογές να πλησιάζουν, 6 στους 10 ψηφοφόρους τον αποδοκίμαζαν, με την ύφεση στην οποία είχε περιέλθει η αμερικανική οικονομία να παίζει καταλυτικό ρόλο.
Ο James Carville, επικεφαλής της εκστρατείας του Δημοκρατικού αντιπάλου του Bill Clinton, εντόπισε την αδυναμία του Bush και έσπευσε να την εκμεταλλευθεί. Μιλώντας στους ανθρώπους που δούλευαν για την εκστρατεία, φρόντιζε να τους το υπενθυμίζει χρησιμοποιώντας τρεις εκφράσεις. Μία από αυτές ήταν «Είναι η οικονομία, ανόητε».
Η φράση έγινε ευρέως γνωστή και πολλοί άλλαζαν τη λέξη οικονομία με κάποια άλλη. Αυτό ακριβώς κάνει η στήλη σήμερα, αλλάζοντάς την με τη λέξη «ρευστότητα».
Πίσω από το ράλι στις αγορές ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων βρίσκεται η ρευστότητα. Οσο το χρήμα στην πιο ρευστή μορφή του είναι άπλετα διαθέσιμο, είναι πιο δύσκολο κάτι κακό να συμβεί στις αγορές και στις πραγματικές οικονομίες, μετά το αρχικό σοκ της πανδημίας.
Ενας τρόπος για να μετρήσεις τη ρευστότητα είναι η νομισματική βάση, δηλ. τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία συν τις καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στη κεντρική τράπεζα.
Σύμφωνα με την Crossborder Capital στο Λονδίνο, ο ρυθμός αύξησης της νομισματικής βάσης των 4 μεγάλων κεντρικών τραπεζών παρέμεινε μεν ψηλός, αλλά υποχώρησε σε μονοψήφιο νούμερο το τελευταίο εξάμηνο του 2021. Κι όλα αυτά πριν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αρχίσουν να περιορίζουν κάπως τη νομισματική πολιτική τους.
Κάτι που αρκετοί απέδωσαν στην ισχυροποίηση του δολαρίου. Όταν το αμερικανικό νόμισμα ανατιμάται, η παγκόσμια ρευστότητα τείνει να περιορίζεται, καθώς μειώνει την αγοραστική δύναμη των άλλων νομισμάτων. Αν λοιπόν οι συμμετέχοντες στις αγορές πιστεύουν ότι η Fed θα εφαρμόσει πιο περιοριστική πολιτική σε σχέση με την ΕΚΤ, είναι λογικό το δολάριο να προσελκύει μεγαλύτερη ρευστότητα, περιορίζοντάς την για τους υπόλοιπους.
Με βάση τις ανακοινώσεις της Fed, της ΕΚΤ, της Τράπεζας της Αγγλίας και άλλων που προχωρούν σε ταχεία μείωση των αγορών τίτλων από τις δευτερογενείς αγορές ή/και να αυξάνουν τα βασικά επιτόκια, η παγκόσμια ρευστότητα δεν θα είναι άπλετη τους επόμενους μήνες, έτσι κι αλλιώς. Οι συμμετέχοντες το λαμβάνουν υπόψη τους μαζί με την άνοδο του πληθωρισμού που υπονομεύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Όταν ο πληθωρισμός ανεβαίνει, η διαφορά των ονομαστικών αποδόσεων από τις πραγματικές διευρύνεται. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι πραγματικές αποδόσεις έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και είναι καθησυχαστικό αλλά και σοκαριστικό ταυτόχρονα πόσο χαμηλές είναι.
Προς το παρόν, η ρευστότητα καθορίζει την εξέλιξη του παιχνιδιού και αυτή επιβραδύνεται. Δεν είναι ο καλύτερος οιωνός.