Δεν είναι μυστικό ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά ομολόγων τιμολογούν τα ελληνικά χρεόγραφα (spreads) εδώ και καιρό με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα κατατάσσουν στην αποκαλούμενη επενδυτική βαθμίδα. Το γεγονός είναι εντυπωσιακό. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα «κούρεψε» τους κατόχους των ομολόγων της πριν από μια δεκαετία περίπου, συμπεριλαμβανομένων ξένων συνταξιοδοτικών ταμείων, funds, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και ιδιωτών. Υπενθυμίζουμε ότι πάνω από 100 δισ. ευρώ χρέους «κουρεύτηκαν» από κάπου 210 δισ. που ήταν το ονομαστικό χρέος το 2012, ασχέτως αν η καθαρή μείωση περιορίσθηκε τελικά λόγω της αναγκαστικής ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών κ.λπ. Το ελληνικό PSI ήταν η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση κρατικού χρέους στη σύγχρονη ιστορία.
Κι όμως, μια δεκαετία αργότερα, αρκετοί από εκείνους που είχαν «κουρευτεί» όπως η Pimco, η Fidelity, η Blackrock κ.λπ. έχουν επιστρέψει, αγοράζοντας ελληνικά ομόλογα. Με άλλα λόγια, οι συμμετέχοντες στις αγορές εμφανίζονται να έχουν κοντή μνήμη και να αγοράζουν ομόλογα, επικεντρωνόμενοι στις μελλοντικές προοπτικές της Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους κύριους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όπως οι Moody’s, S&P, Fitch κ.λπ. Κυβερνητικά στελέχη και Έλληνες τραπεζίτες, επενδυτές ισχυρίζονται ότι κάνουν λάθος και θα έπρεπε να είχαν αναβαθμίσει τη χώρα προ πολλού, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα.
Τελευταία έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία η οποία θέλει τον οίκο αξιολόγησης S&P να αναβαθμίζει το ελληνικό χρέος στις 21 Απριλίου, είτε απευθείας στην επενδυτική βαθμίδα «ΒΒΒ-» είτε τις προοπτικές σε «θετικές» από «σταθερές» που είναι σήμερα. Θεωρητικά, κανένα από τα δύο ανωτέρω ενδεχόμενα δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Όμως, η κοινή λογική υπαγορεύει ότι πιο πιθανό είναι να περιμένει μέχρις ότου ξεκαθαρίσει η αβεβαιότητα που συνδέεται με τις εκλογές. Εκτός αν υπάρξει μια τόσο μεγάλη θετική έκπληξη στα δημόσια οικονομικά της χώρας, που θα έκανε τον S&P να αλλάξει άποψη, ισχυρίζονται ορισμένοι.
Ποια θα μπορούσε να είναι η έκπληξη; Η απάντηση είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022. Αν και η Eurostat δεν έχει ακόμη ανακοινώσει επίσημα νούμερα για το 2022, οι δικές μας πληροφορίες θέλουν το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης να διαμορφώνεται κοντά στο 2% του ΑΕΠ και να συνοδεύεται από μικρό πρωτογενές πλεόνασμα πέρυσι. Η Eurostat αναμένεται να κάνει τις σχετικές ανακοινώσεις μέχρι και τις 24 Απριλίου, απ’ όσο κατανοούμε. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023 θα πρέπει να αναθεωρηθεί ανοδικά, καθώς ο φετινός προϋπολογισμός υποθέτει ότι η χώρα εμφάνισε πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2022.
Μια τέτοια εξέλιξη ισχυροποιεί το επιχείρημα ότι η δημοσιονομική θέση της χώρας είναι ισχυρή παρά την αναμενόμενη οικονομική επιβράδυνση. Συνδυαζόμενο με το πολύ καλό προφίλ του ελληνικού χρέους, π.χ. χαμηλό, σταθερό επιτόκιο δανεισμού, μέση ωρίμανση κοντά στα 20 χρόνια, υψηλό απόθεμα ρευστότητας, βελτιώνουν τη μεσοπρόθεσμη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους. Το τελευταίο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.
Αν και δεν ανήκουμε στο κλαμπ των αισιόδοξων που βλέπουν αναβάθμιση από τον S&P σ’ αυτή τη συγκυρία, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η ανωτέρω δημοσιονομική έκπληξη, αν επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να επιταχύνει τις εξελίξεις.