Για όσους το έχουν ξεχάσει, το 1982 ήταν η απαρχή ενός μεγάλου, πολυετούς χρηματιστηριακού ράλι. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι θα επαναληφθεί κάτι αντίστοιχο.
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει βάλει νερό στο κρασί του, μειώνοντας τους δασμούς που έχει επιβάλει στην Κίνα κι άλλες χώρες έχει παίξει ρόλο. Ενδεχομένως, αρκετοί στις αγορές πιστεύουν ότι ο Τραμπ θα εξασφαλίσει κάποια κέρδη, π.χ. αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών στην ΕΕ κ.λπ., που θα του επιτρέψουν να τα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά πριν σφυρίξει το τέλος της αναστάτωσης με τους δασμούς.
Πράγματι, ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να επικαλεστεί τα όποια κέρδη για πολιτικό όφελος. Όμως, η πολιτική των δασμών δεν είναι απλά μέρος της γενικότερης οικονομικής πολιτικής του. Είναι απόρροια της αλλαγής στην εθνική πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται εν εξελίξει.
Για τη συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είναι συνυφασμένο με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Όντως, ήταν το τέλος της διαμάχης δύο αντίπαλων ιδεολογιών που κατέληξε με τη νίκη αυτού που αποκαλείται καπιταλισμός.
Όμως, από γεωπολιτικής σκοπιάς -έτσι όπως το βλέπουν στρατηγικοί αναλυτές που συμβουλεύουν τον πρόεδρο Τραμπ- δεν ήταν. Το τέλος ήλθε με τον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας. Όπως είχαμε αναφέρει σ' ένα άρθρο λίγο καιρό αφότου ο Τραμπ ανέλαβε καθήκοντα, κατ' αυτούς η Ρωσία έχασε τον πόλεμο από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να επιβληθεί σε μια πιο αδύναμη γειτονική χώρα με μικρότερο και πιο αδύνατο στρατό. Ασχέτως αν η Ουκρανία λάμβανε πολεμικό υλικό από τη Δύση.
Αν η Ρωσία δεν μπορούσε να επιβληθεί της Ουκρανίας, δεν αποτελούσε κίνδυνο για την ηπειρωτική Ευρώπη και επομένως για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Αντίθετα, η Ρωσία αποτελεί δυνητικά έναν καλό εμπορικό εταίρο με τον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν οικονομικά ντιλ κι έτσι να τον απομακρύνουν από την Κίνα.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στο Ανατολικό Ημισφαίριο επιτρέπει στις ΗΠΑ να κάνουν δυο πράγματα. Αφενός, να μειώσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην Ευρώπη και το σχετικό κόστος, ελαφρύνοντας τον προϋπολογισμό τους, και αφετέρου να αναθεωρήσουν την οικονομική τους σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες τρίτες χώρες.
Η οικονομική σχέση με την Ευρώπη, η οποία ξεκίνησε με το Σχέδιο Μάρσαλ μετά το 1945, εξελίχθηκε. Οι ευρωπαϊκές χώρες απέκτησαν εμπορική πρόσβαση στη μεγάλη αμερικανική αγορά. Το ίδιο συνέβη με την Ιαπωνία και άλλες χώρες ανά τον κόσμο. Οι ΗΠΑ τούς έδιναν κάτι που η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε, αποκτώντας ζώνες επιρροής. Τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ ήταν το κόστος αλλά ήταν μικρότερο από το κόστος των δυνητικών πολέμων.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα καθιστά αχρείαστη την μέχρι πρότινος οικονομική σχέση των ΗΠΑ με την Ευρώπη. Οι δασμοί είναι μεν εργαλείο για να κλείσει το εμπορικό έλλειμμα και να αυξηθούν τα έσοδα του αμερικανικού προϋπολογισμού, αλλά κυρίως είναι απόρροια της γεωπολιτικής μετάβασης στη νέα εποχή.
Το ίδιο και περισσότερο ισχύει για τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα. Η επιλογή να ανοίξουν την αμερικανική αγορά στην Κίνα στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν επίσης γεωπολιτική. Όμως, πλέον αναγνωρίζουν ότι εξαρτώνται από ορισμένα βιομηχανικά κινεζικά προϊόντα και θέλουν να το αλλάξουν.
Κοντολογίς, οι δασμοί είναι απόρροια της απόφασης των ΗΠΑ να μεταβούν από το παλιό γεωπολιτικό μοντέλο στο νέο, μειώνοντας ταυτόχρονα την παγκόσμια στρατιωτική παρουσία τους.