Η Ελλάδα βγήκε από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε με χαμηλό απόθεμα κεφαλαίου. Επιπλέον, αναπτύχθηκε με πολύ υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τις άλλες χώρες στην νυν Ευρωπαϊκή Ένωση επί δεκαετίες.
Οι ανωτέρω λόγοι συνέβαλαν στην εμφάνιση υψηλών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά δεν αντιμετώπισε πρόβλημα χρηματοδότησής τους. Τα ελλείμματα αντανακλούσαν σε σημαντικό βαθμό την υπεροχή των συνολικών επενδύσεων έναντι της εθνικής αποταμίευσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αντιστοιχούσαν στο 21,4% του ΑΕΠ την δεκαετία του 1960, 26,4% την δεκαετία του 1970, 21,4% την δεκαετία του 1980, 19.4% την δεκαετία του 1990 και κάπου 24% του ΑΕΠ μέχρι το 2009.
Από την άλλη πλευρά, οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις αντιστοιχούσαν στο 10% του ΑΕΠ περίπου την πρώτη δεκαετία του 2000 και ήταν περίπου ίσα βάρκα ίσα νερά με τις ακαθάριστες επενδύσεις την δεκαετία του 1990.
Το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου επιδεινώθηκε με την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων που ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 και ασφαλώς την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη στις αρχές του 21ου αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν το έλλειμμα να σκαρφαλώσει στο 14% του ΑΕΠ και πλέον πριν από τα μνημόνια.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η ταχύτερη αύξηση του σχετικού κόστους εργασίας στην Ελλάδα (ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ έπαιξε επίσης ρόλο στην διεύρυνση του ελλείμματος την περίοδο 2000-2009. Ως γνωστόν, η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκείνη την περίοδο συνοδεύθηκε από μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα δίδυμα ελλείμματα.
Ένας τρόπος έκφρασης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι η προσθήκη της διαφοράς επενδύσεων- αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης.
Για να έλθουμε στη σημερινή εποχή, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει έντονα ελλειμματικό τα τελευταία χρόνια παρά το γεγονός ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο εμφανίζει ραγδαία βελτίωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί στο 8,2% του ΑΕΠ φέτος και στο 7,9% το 2026 από 8,3% το 2024. Το 1ο τρίμηνο του 2025, το έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 707 εκατ. ευρώ και σκαρφάλωσε στα 4,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι προβλέπει πως ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης θα παραμείνει πλεονασματικός και ίσος με 0,7% του ΑΕΠ το 2025 και 1,4% το 2026 έναντι 1,3% το 2024.
Σημειωτέον ότι ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης ήταν ελλειμματικός και ίσος με 9,6% του ΑΕΠ το 2002, 7,1% του ΑΕΠ το 2021, 2,5% το 2022 και 1,4% το 2023.
Επομένως, η εξήγηση για το έντονα ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανισορροπία μεταξύ των επενδύσεων και αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Με δεδομένο ότι οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2025 και το 2026, η απάντηση στο εξωτερικό έλλειμμα είναι οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα. Προφανώς, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα ώστε οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις να αυξηθούν ως προς το ΑΕΠ. Ποια είναι άλλο θέμα.
Αναμφίβολα, το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν πρόκειται να προκαλέσει νομισματική ή συναλλαγματική κρίση από την στιγμή που η Ελλάδα είναι στο ευρώ. Όμως, τα υψηλά ελλείμματα επιδεινώνουν διαρκώς την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας και αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί για πάντα.
Αργά ή γρήγορα, η επιδείνωση θα αποτυπωθεί στο κόστος δανεισμού με το άνοιγμα των επιτοκιακών διαφορών (spreads) για τον Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Γι' αυτό το αποκαλούμε Αχίλλειο Πτέρνα της οικονομίας.