Για την ακρίβεια, ήταν το δεύτερο χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία, παρά τον συγκριτικά υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας σε σχέση με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια. Και το συγκριτικά χαμηλότερο επίπεδο τιμών σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Για την ιστορία, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας βρισκόταν στο 79% του μέσου όρου το 2014. Δηλαδή έχει χάσει 9 μονάδες από τότε, ενδεικτικό της μεγάλης ζημιάς που υπέστη από την κρίση. Εξυπακούεται ότι ήταν πολύ πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ το 2008-2009.
Είναι, προφανώς, το τίμημα της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης 'Υφεσης τον προηγούμενο αιώνα.
Αν όμως ρίξει κάποιος μια ματιά στην πραγματική ατομική κατανάλωση κατά κεφαλήν (AΙC), θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο 81% του μέσου όρου της ΕΕ. Στο σχετικό διάγραμμα της Eurostat απεικονίζονται τόσο το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα όσο και η πραγματική κατανάλωση ως προς τον μέσο όρο της ΕΕ το 2024 ανά χώρα.
Ακόμη κι αν συγκρίνει κάποιος τη συνολική ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα ως προς το ΑΕΠ με την αντίστοιχη άλλων χωρών της ΕΕ, θα διαπιστώσει ότι είναι η υψηλότερη με 66% και πλέον. Πλησιάζει μάλιστα εκείνη των ΗΠΑ, που ήταν 68,8% το 2023. Η μέση κατανάλωση των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ ήταν 51,9% στην ΕΕ.
Κάποιος θα μπορούσε να αποδώσει το υψηλό επίπεδο της ελληνικής κατανάλωσης προς το ΑΕΠ στα χαμηλά εισοδήματα που αναγκάζονται να δαπανήσουν μεγάλο μέρος τους σε αναγκαία αγαθά. Όμως, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται διαχρονικά. Ακόμη δηλαδή και την εποχή που τα εισοδήματα ήταν κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ και μάλιστα πιο έντονα.
Η ανωτέρω ερμηνεία μπορεί να έχει εφαρμογή σε κάποια κατηγορία νοικοκυριών. Όμως, αντικατοπτρίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα αδήλωτα εισοδήματα που τροφοδοτούν συστηματικά την κατανάλωση, κατά την άποψή μας.
Αν όμως η κατανάλωση συνεχίσει να είναι ο κινητήριος μοχλός πίσω από τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας λόγω μεγέθους και η παραγωγική βάση δεν μπορεί να την ικανοποιήσει, οι ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας θα διαιωνιστούν. Είναι επόμενο μάλιστα να προκαλέσουν σοβαρό πρόβλημα σε κάποιο σημείο αργότερα.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει δημοσιονομική πειθαρχία με αυστηρό έλεγχο της δημόσιας κατανάλωσης σε βάθος χρόνου. Επιπλέον, να ενθαρρυνθεί η μακροχρόνια αποταμίευση για σύνταξη στα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ώστε οι αυξήσεις μισθών κ.λπ. να μη γίνουν κατανάλωση και εν συνεχεία εισαγωγές στο σύνολό τους.
Τα στοιχεία για την αποταμίευση είναι ήδη απογοητευτικά. Παρά τη βελτίωση, η αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών ως προς το διαθέσιμο εισόδημα παραμένει αρνητική με -1,93% το 2024. Η μοναδική χώρα της ΕΕ με χειρότερη επίδοση ήταν η Ρουμανία με -6%.
Εξυπακούεται ότι παράλληλα η χώρα θα πρέπει να προσελκύσει επενδύσεις σε τομείς όπως η βιομηχανία και το R&D. Ετσι, θα δοθεί ώθηση στο ΑΕΠ, θα ικανοποιηθεί εν μέρει η εγχώρια κατανάλωση και θα περιορισθούν οι εισαγωγές.
Για να επανέλθουμε όμως στο θέμα της ενθάρρυνσης της μακροχρόνιας αποταμίευσης, θα χρειαστούν γενναία φορολογικά και άλλα κίνητρα όπως σε άλλες χώρες. Πρόσφατα, είχαμε αναφερθεί στον σχεδιασμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης να ανοίξει αποταμιευτικούς-συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς σε μικρά παιδιά γι' αυτό τον σκοπό.
Αν αυτό δεν εμπεδωθεί αλλά συνεχίσουμε να μιλάμε για μέτρα και πολιτικές που ενθαρρύνουν την κατανάλωση, απλά θα σκάψουμε τον λάκκο και θα πέσουμε μέσα του.