Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διαφορετικοί δείκτες τιμών που συγκρίνουν το κοστος αγοράς διαφορετικών αγαθών και υπηρεσιών. Άλλος ο δείκτης για την ομάδα «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», άλλος για «ένδυση και υπόδηση», άλλος για την «υγεία» και άλλος για την ομάδα «ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια».
Όμως, η Eurostat, η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, χρησιμοποιεί συνήθως δυο δείκτες για να μετρήσει και εν συνεχεία να συγκρίνει το γενικό επίπεδο τιμών αγαθών και υπηρεσιών ανα χώρα.
Ο ένας δείκτης τιμών συνδέεται με την πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC), η οποία περιλαμβάνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράζει απευθείας ο καταναλωτής και τις υπηρεσίες που παρέχει η κυβέρνηση π.χ. υγεία και εκπαίδευση.
Ο άλλος δείκτης τιμών συνδέεται με την τελική κατανάλωση των νοικοκυριών (HFCE). Η τελευταία περιλαμβάνει μόνο τις δαπάνες των νοικοκυριών για προϊόντα και υπηρεσίες.
Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στη πορεία του δείκτη τιμών AIC από το 1995 έως σήμερα θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα ήταν στις 20 φθηνότερες χώρες στην ΕΕ και τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες από το 1995 μέχρι το 2006. Από το 2007 μέχρι και το 2011, η χώρα μας ανήκε στις 20 ακριβότερες χώρες της ΕΕ και τις υποψήφιες για να εισέλθει εκ νέου στο κλαμπ των φθηνότερων χωρών από το 2012 μέχρι σήμερα.
Με βάση τον δείκτη τιμών HFCE, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, καταλαμβάνοντας την 19η θέση ανάμεσα σε 27 χώρες της ΕΕ. Επίσης, καταλάμβανε την 23η θέση ανάμεσα σε 36 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελβετίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και των προς ένταξη Βαλκανικών χωρών όπως η Αλβανία, τα Σκόπια, η Βοσνία, το Μαυροβούνιο, η Τουρκία και η Σερβία.
Με την μέση τιμή της ΕΕ στο 100, η Ελλάδα βρισκόταν στο 86% του μέσου όρου το 2024. Η Ελβετία με 174, η Ισλανδία με 162, η Δανία με 143 και η Ιρλανδία με 138 ήταν οι ακριβότερες στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία με 53, τα Σκόπια με 55 και η Βουλγαρία με 60 ήταν οι φθηνότερες.
Φυσικά, αν ο ελληνικός πληθωρισμός συνεχίσει να υπερακοντίζει τον μέσο πληθωρισμό στην ΕΕ, η χώρα θα βρεθεί σε χειρότερη θέση στο τέλος του 2025. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται να υπάρχει σχέση μεταξύ του κόστους ζωής και του ύψους των διαθέσιμων εισοδημάτων. Οσο πιο ψηλά είναι τα εισοδήματα, τόσο πιο ψηλές είναι οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκανδιναβικές χώρες, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Δανία είναι από τις πιο ακριβές. Εξυπακούεται ότι τα υψηλότερα εισοδήματα συνοδεύονται συνήθως από υψηλότερες τιμές καταναλωτή. Και υψηλότερα βιώσιμα εισοδήματα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυξημένη παραγωγικότητα όπως επισημαίνεται σε σχετικό ρεπορτάζ του euronews.
Ολα αυτά έχουν ενδιαφέρον και ιδίως όσους αναζητούν τουριστικούς ή άλλους προορισμούς, π.χ. εκπαιδευτικούς. Για τον κάτοικο Ελλάδος που δεν του περισσεύουν, αυτό που μετρά είναι αν όσα βγάζει είναι περισσότερα από το κόστος ζωής.
Σύμφωνα με το Numbeo, ένα άτομο χρειάζεται 940 ευρώ περίπου χωρίς το κοστος της στέγασης για να περάσει ένα μήνα στην Αθήνα. Με τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης κοντά στα 1.300 ευρώ, η εξίσωση είναι δύσκολη.