Δικαιολογημένα καθώς η αποκοπή της χώρας από τις αγορές σε συνδυασμό με τις μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους έφεραν τα μνημόνια.
Όμως, η γενεσιουργός αιτία ήταν το διεθνές έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που αντανακλάτο στα υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το υψηλό εξωτερικό χρέος που δημιούργησαν.
Ακόμη θυμόμαστε τι μας είχε πει ο Πόουλ Τόμσεν, εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην τρόικα, σε μια συνομιλία μας στο τότε Ξενοδοχείο Χίλτον, όταν το είχαμε επισημάνει. «Εχεις απόλυτο δίκιο, συμφωνώ,» είχε απαντήσει.
Φυσικά, το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας, το οποίο βασίζεται στην κατανάλωση, συνέβαλε αποφασιστικά επίσης στην επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί η υπερβάλλουσα ζήτηση οδηγούσε σε αυξήσεις μισθών πολύ πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας και σε αυξήσεις τιμών που διευκολύνονταν από την ολιγοπωλιακή διάρθρωση κλάδων της οικονομίας.
Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια με βαρύ τίμημα, αλλά αρχίζει να χάνει σιγά σιγά έδαφος. Η Ελλάδα υποχώρησε κατά τρεις θέσεις στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας του IMD το 2025. Συγκεκριμένα, κατέλαβε την 50ή θέση μεταξύ 69 χωρών ενώ η γειτονική Τουρκία την 66η, με τη Βενεζουέλα να βρίσκεται στην τελευταία θέση. Η Ελλάδα βρισκόταν στην 46η θέση το 2021.
Ασφαλώς, υπάρχουν κι άλλοι δείκτες μέτρησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Μερικοί δείχνουν το μεγάλο έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Αλλοι παραπέμπουν στη διαφορά τιμών ή του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα εμφανίζει έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει 10 τομείς που χρήζουν βελτίωσης στην έκθεση του 2ου τριμήνου. Η αργή απόδοση της δικαιοσύνης, η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, η πολυνομία στη φορολογία και η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης είναι μερικοί από αυτούς.
Πέρα από όλους αυτούς, σημαντική συμβολή στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα έχει η χαμηλή αποδοτικότητα των τεράστιων οικονομικών πόρων που έχουν εισρεύσει στη χώρα από το 1981. Πάνω από 50 δισ. ευρώ προέρχονται μόνο από τα ΕΣΠΑ 2000-2006, 2007-2013, 2014-2020 και 2021-2027.
Είναι αλήθεια ότι σημαντικό μέρος των κοινοτικών κονδυλίων κατευθύνθηκε στην κατανάλωση παρά στις επενδύσεις μέσω μισθών, λειτουργικών εξόδων κ.λπ. Πολλά έργα δεν επιλέχθηκαν με κριτήριο τη συνεισφορά τους στην ανάπτυξη αλλά στην ευκολία απορρόφησης. Ετσι, οι πολιτικοί μπορούσαν να καυχώνται για τους υψηλούς δείκτες απορρόφησης και ταυτόχρονα τα λεφτά να πηγαίνουν σε γνωστούς και φίλους καθώς το σύστημα ευνοεί τους insiders και όχι τις παραγωγικές εταιρείες.
Πόσο έχει αλλάξει αυτό; Δεν είμαστε πολύ αισιόδοξοι όταν διαβάζουμε στις ανακοινώσεις του ΥΠΕΘΟ να κατευθύνονται πόροι του ΕΣΠΑ σε ανακαινίσεις νοσοκομείων, εισόδους μουσείων κ.λπ. Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν έμμεσα αναπτυξιακά οφέλη που δεν μπορούν να μετρηθούν άμεσα. Ακόμη κι έτσι να είναι, θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από τις κρατικές δαπάνες και οι πόροι του ΕΣΠΑ να πηγαίνουν σε παραγωγικές επενδύσεις.
Είναι ειρωνικό αλλά η Ελλάδα, ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους κοινοτικών κονδυλίων από τότε που μπήκε στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει αποδείξει το εξής: Ο σωστός σχεδιασμός, η καλή διακυβέρνηση και η ακριβής εκτέλεση είναι πιο σημαντικά από την ποσότητα των κοινοτικών κονδυλίων που εισρέουν σε μια χώρα.
Ιδίως σε χώρες με σημαντική διαφθορά, όπου πολλά λεφτά χάνονται στη γραφειοκρατία και σε μη παραγωγικά έργα, θα προσθέταμε. Αυτό θα πρέπει να σταματήσει αλλά δεν πρόκειται. Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη.