Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το 49,7% των ελεύθερων επαγγελματιών δήλωσαν μέσο ετήσιο εισόδημα 3.655 ευρώ το 2024 ή 305 ευρώ τον μήνα το 2024. Γι’ αυτό τον λόγο οι 387.532 ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογήθηκαν με το μέσο τεκμαρτό εισόδημα των 13.107 ευρώ, καταβάλλοντας μέσο ετήσιο φόρο 1.815 ευρώ.
Οι υπόλοιποι μισοί ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν μέσο ετήσιο εισόδημα 14.552 ευρώ, με αποτέλεσμα να αποφύγουν την τεκμαρτή φορολόγηση. Το μέσο ετήσιο εισόδημα των μισθωτών διαμορφώθηκε σε 17.668 ευρώ.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται, παρατηρείται η τάση να δηλώνονται λιγότερες ζημιές και να εμφανίζονται μικρά κέρδη για να μην ενεργοποιούνται αυτόματοι έλεγχοι. Αναμφίβολα, υπάρχουν μερικοί ελεύθεροι επαγγελματίες που δηλώνουν κοντά στα πραγματικά τους εισοδήματα αλλά η εμπειρία διδάσκει ότι είναι μειοψηφία. Ενδεχομένως, πολύ μικρή.
Προφανώς, δεν είναι οι μόνοι που δηλώνουν πολύ λιγότερα από όσα βγάζουν. Αν θυμόμαστε καλά, οι ασκούντες αγροτική δραστηριότητα δήλωσαν συνολικά κάπου 1,9 δισ. ευρώ. Αν το ποσό διαιρεθεί με τους κάπου 550 χιλ. που δηλώνουν αγρότες, το μέσο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα ανέρχεται σε 3.450 ευρώ ή 288 ευρώ τον μήνα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας.
Παρόμοια εικόνα επικρατεί και αλλού, π.χ. στα εισοδήματα από ενοίκια, όπου το μέσο δηλωθέν μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 250 ευρώ περίπου, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννη Στουρνάρα, το μέγεθος της παραοικονομίας ανέρχεται στο 20,9% του ΑΕΠ. Δεν είναι τυχαίο ότι η κατανάλωση υπερβαίνει διαρκώς τα δηλωθέντα εισοδήματα από 36 έως 49 δισ. ευρώ, ανάλογα τη χρονιά από το 2015 μέχρι σήμερα.
Η παραοικονομία στην Ελλάδα είναι ακόμη μεγαλύτερη, σύμφωνα με έκθεση του Centre for Economic Policy Research (CERP) που είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα μ’ εκείνη τη μελέτη, η παραοικονομία μας αντιστοιχεί στο 36% του ΑΕΠ και είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ, με την Ιταλία να ακολουθεί με 31% του ΑΕΠ και τις Ισπανία, Πορτογαλία με 24% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία, η παραοικονομία εκτιμάται σε 13% και στη Γαλλία σε 14%, με το Βέλγιο να έχει τη μικρότερη καθώς αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ.
Μάλιστα, η παραοικονομία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 4 μονάδες αντί να μειωθεί μεταξύ 1999 και 2020 παρά τα μέτρα που ελήφθησαν. Η μεγαλύτερη αύξηση εκτιμάται ότι καταγράφτηκε στην Ισπανία και τη Λετονία κατά 7 μονάδες την ίδια περίοδο, σύμφωνα με το CERP.
Αν και αρκετοί θα διαφωνήσουν για διάφορους λόγους στην Ελλάδα, όμως διεθνώς είναι αποδεκτό ότι το σημαντικό μέγεθος της παραοικονομίας είναι πρόβλημα. Κι αυτό γιατί στερεί πόρους από το δημόσιο ταμείο, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ενισχύει την ανισότητα και θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία κάποιων στατιστικών στοιχείων, π.χ. τα εισοδήματα.
Κοντολογίς, ο περιορισμός της παραοικονομίας παραμένει πρόκληση παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει. Αυτό δείχνουν τα δηλωθέντα εισοδήματα και οι εκτιμήσεις της ΤτΕ και του CERP για το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα. Υπάρχει επίσης το ερώτημα αν το πολιτικό σύστημα θέλει πραγματικά να την περιορίσει, καθώς οι ψήφοι είναι πολλές.