Όταν πρόκειται να λάβουν αποφάσεις που έχουν πολιτικό κόστος, εφαρμόζοντας τον νόμο προτιμούν να πετάνε το μπαλάκι στον επόμενο ή να επιδιώκουν λύσεις που μεταθέτουν το κόστος στη καμπούρα των φορολογούμενων.
Το φαινόμενο είναι διαχρονικό στην Ελλάδα με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις κύριες συντάξεις χηρείας σήμερα.
Ο περίφημος νόμος Κατρούγκαλου (Ν.4387) του 2016 προβλέπει ότι κανένας χήρος ή χήρα δεν μπορεί να λαμβάνει δεύτερη εθνική σύνταξη, αν ήδη εισπράττει μία. Επιπλέον, η σύνταξη χηρείας για θανάτους που έλαβαν χώρα από την ψήφιση του νόμου και μετά καταβάλλεται στο 70% της ανταποδοτικής σύνταξης του θανόντος, την πρώτη τριετία και μειώνεται στο 35% από εκεί και πέρα σύμφωνα με γνώστες. Αν ο χήρος ή χήρα δεν έχουν δική τους σύνταξη, τότε λαμβάνουν το 70% της ανταποδοτικής του ανθρώπου τους.
Υπενθυμίζουμε ότι η κύρια σύνταξη αποτελείται από την εθνική και την ανταποδοτική. Η εθνική σύνταξη είναι πρακτικά προνοιακή αφού δεν υπάρχουν κρατήσεις.
Όμως, αυτό που συμβαίνει στη πράξη είναι διαφορετικό. Ο νόμος, ο οποίος θα έπρεπε να εφαρμόζεται τρία χρόνια μετά από την ψήφισή του, δηλαδή από τα μέσα του 2019, εφαρμόζεται αλλιώς στο δημόσιο κι αλλιώς στον ιδιωτικό τομέα.
Οι κύριες συντάξεις χηρείας στον δημόσιο τομέα αντιστοιχούν στο 70% της συνολικής σύνταξης (εθνικής και ανταποδοτικής) την πρώτη τριετία, αλλά περικόπτονται στο 35% μετά, εφόσον ο χήρος ή η χήρα λαμβάνουν επιπλέον δική τους σύνταξη ή εργάζονται.
Αντίθετα, οι συντάξεις χηρείας στον ιδιωτικό τομέα αντιστοιχούν στο 70% της συνολικής σύνταξης και μετά την τριετία. Με άλλα λόγια, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων χηρείας στον ιδιωτικό τομέα είναι καλύτερος.
Η αρχική πρόφαση για την διαφοροποίηση ήθελε το λογισμικό να μην είναι έτοιμο μέχρι τις εκλογές του 2023. Όμως, ούτε οι δυο υπουργοί Εργασίας (Μιχαηλίδου και Κεραμέως) οι οποίες ακολούθησαν έκαναν τίποτα για την ευθυγράμμιση των συντάξεων χηρείας στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. μέχρι σήμερα. Σε άλλη σοβαρή, ορθολογική χώρα θα υπήρχε υπουργική παρέμβαση.
Δεν είναι τυχαίο ότι χήροι του ιδιωτικού τομέα είχαν συναντήσει τον τότε υπουργό Εργασίας κ. Βρούτση το 2019, ζητώντας του να κάνει κάτι. Κι αυτό γιατί αντιλαμβάνονταν ότι θα τους ζητούσαν πίσω τα αχρεωστήτως καταβληθέντα λεφτά και δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν αργότερα γιατί τα ποσά αυγάτιζαν σύμφωνο με άτομο που έχει γνώση.
Σήμερα, έχουν αλλάξει στάση και δεν θέλουν να πληρώσουν, μεταθέτοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους, βλέποντας την στάση της κυβέρνησης. Είναι μάλιστα απορίας άξιο που οι συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα δεν έχουν ακόμη προσφύγει, ζητώντας ίση μεταχείριση με τον ιδιωτικό τομέα και τα ποσά που περικόπηκαν πίσω αναδρομικά.
Έχουμε ξαναγράψει πως δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι όποια κυβέρνηση κι αν ήταν στην εξουσία, την ίδια στάση θα κρατούσε πάνω-κάτω. Όταν η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους είναι το βασικό κριτήριο των αποφάσεων, αυτό είναι το αποτέλεσμα.
Μόνο που «όσο ξημερώνει το αγγούρι μεγαλώνει» που λέγανε παλιά στα γήπεδα και σε εκλογικές συνάξεις. Κι εδώ όσο δεν εφαρμόζουν τον νόμο και αναζητούν μεσοβέζικες λύσεις, τόσο μεγαλώνει το βάρος που θα κληθούν να πληρώσουν τελικά οι φορολογούμενοι.