«Η Ελλάδα οφείλει να δημιουργήσει έναν δικό της Ανεξάρτητο Μηχανισμό Ελέγχου Ξένων και Στρατηγικών Επενδύσεων. Ενταγμένο στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο, να τον χαρακτηρίζει διαφάνεια, να κάνει προληπτική εποπτεία και να έχει δικαίωμα επανεξέτασης συναλλαγών, που μπορεί να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα, τα κυριαρχικά δικαιώματα» γράφει ο Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής.
Όπως επισημαίνει «ο Κόσμος της Δύσης έχει αλλάξει. Οι γεωπολιτικές σχέσεις μεταβάλλονται. Οι “συμμαχίες” αλλάζουν από την μια μέρα στην άλλη, ακόμη και με βάση τα προσωπικά οικονομικά συμφέροντα Ηγετών. Απροκάλυπτα επίσης, παρεμβαίνουν πολυδισεκατομμυριούχοι στην υποστήριξη δικών τους επιλογών ακόμη και σε τρίτες χώρες, για να τις ελέγξουν».
«Η λεγόμενη «ελεύθερη αγορά» έχει πάψει να είναι ελεύθερη. Έχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό παγκόσμιας συγκέντρωσης ισχύος, όπου το κεφάλαιο κινεί τα νήματα και οι κυβερνήσεις ακολουθούν. Σήμερα, λίγες εκατοντάδες επιχειρηματικοί όμιλοι ελέγχουν την ενέργεια, τα τρόφιμα, την τεχνολογία και την ενημέρωση του πλανήτη. Η οικονομική ισχύς έχει αποκτήσει γεωπολιτική διάσταση, ικανή να καθορίζει πολιτικές αποφάσεις και να επηρεάζει εκλογικά αποτελέσματα».
«Οι εξαγορές εθνικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας από ξένους ομίλους, οι ιδιωτικοποιήσεις βασικών υποδομών και οι χρηματιστηριακές εισβολές σε κρίσιμες εταιρείες, αποδεικνύουν πόσο εύθραυστη είναι η οικονομική κυριαρχία ενός κράτους» επισημαίνει.
Αναφερόμενος στη χώρα μας γράφει ότι «η Ελλάδα αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα χώρας που συγκεντρώνει εξαιρετικά δελεαστικά στοιχεία για μεγάλα κεφάλαια. Έχει στρατηγική θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, ήπιο κλίμα, φυσική ομορφιά και τουριστικό δυναμισμό. Διαθέτει πάνω από 15.000 χιλιόμετρα ακτών, σχεδόν τις μισές από ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο, γεγονός που πολλαπλασιάζει τη γεωοικονομική αξία της γης και των παράκτιων επενδύσεων. Αυτές οι ιδιαιτερότητες καθιστούν τη χώρα ελκυστικό στόχο για συγκέντρωση πλούτου και ελέγχου».
«Για τον λόγο αυτό χρειάζεται θεσμικό πλαίσιο άμυνας που θα προστατεύει τον δημόσιο χαρακτήρα των στρατηγικών πόρων, καθώς και ιδιαίτερη προσοχή στις μεταβιβάσεις μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, όπου ο γεωπολιτικός παράγοντας αποκτά ιδιαίτερη σημασία».
«Η συζήτηση λοιπόν για κρατικές παρεμβάσεις ή ακόμα και για εθνικοποιήσεις επιστρέφει. Ασφαλώς όχι, ως ιδεολογική νοσταλγία, αλλά ως ανάγκη θεσμικής ετοιμότητας», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Η παρέμβαση δεν σημαίνει κρατισμό ή γραφειοκρατική αναπαλαίωση. Σημαίνει στρατηγική προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε τομείς που καθορίζουν την ασφάλεια και τη συνοχή ενός κράτους. Όπως είναι η ενέργεια, το νερό, οι μεταφορές, οι ψηφιακές υποδομές, η αμυντική βιομηχανία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια».
«Σε αυτούς τους τομείς, η επιδίωξη του κέρδους μιας ιδιωτικής επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερισχύει της κοινωνικής σταθερότητας και της εθνικής ασφάλειας. Η δυνατότητα ελέγχου από το ελληνικό Δημόσιο ή από Έλληνες επιχειρηματίες δεν πρέπει να χαθεί. Ακόμη και σε περιπτώσεις παραχώρησης ή μερικής ιδιωτικοποίησης, πρέπει να υφίστανται ειδικές ρήτρες στις συμβάσεις μεταβίβασης, που να διασφαλίζουν την δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει, ούτως ώστε σε κρίσιμες περιόδους ο έλεγχος να παραμένει στη χώρα».
«Η προετοιμασία για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, δεν είναι επιστροφή στο παρελθόν, αλλά στρατηγική για το μέλλον», επισημαίνει χαρακτηριστικά.