Ο 21ος αιώνας ανέδειξε μια πρωτοφανή απόκλιση ανάμεσα στις χρηματοοικονομικές αγορές και την πραγματική οικονομία. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις Ηνωμένες Πολιτείες σημειώνουν νέα ιστορικά υψηλά, ενώ το ΑΕΠ και η παραγωγικότητα παραμένουν στάσιμα, το δημόσιο χρέος διογκώνεται και οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν.
Αντίθετα, στην Κίνα, οι χρηματιστηριακές αγορές παραμένουν υποτονικές, την ώρα που η βιομηχανική ισχύς και οι εξαγωγές ενισχύονται και από το 2024 το ΑΕΠ της Κίνας ξεπέρασε σε όρους δολαρίου σε PPP το αντίστοιχο των ΗΠΑ!
Αυτή η «αντιστροφή ρόλων» αντικατοπτρίζει δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα: τον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό των ΗΠΑ και τον παραγωγικό καπιταλισμό της Κίνας.
Η χρηματοοικονομική αποσύνδεση στις ΗΠΑ
Το φαινόμενο της αποσύνδεσης (decoupling) των αγορών από την πραγματική οικονομία έχει επιταχυνθεί μετά το 2020. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών, τα χαμηλά επιτόκια και οι μαζικές αγορές ομολόγων (Quantitative Easing) δημιούργησαν ένα περιβάλλον «asset inflation» — πληθωρισμού τιμών στα περιουσιακά στοιχεία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας.
Παράλληλα, η κυριαρχία των «Big Tech» (Apple, Microsoft, Nvidia, Amazon, Meta, Google) ενίσχυσε την τεχνητή άνοδο των δεικτών, συγκεντρώνοντας υπερκέρδη σε λίγες εταιρείες με παγκόσμια επιρροή. Ο χρηματιστηριακός πλούτος διογκώνεται, αλλά η μεσαία τάξη παραμένει στάσιμη, κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, ενώ το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Ο ρόλος του δολαρίου
Η πτώση της ισοτιμίας του δολαρίου ενισχύει πλασματικά τις αμερικανικές μετοχές. Τα ξένα έσοδα των πολυεθνικών μετατρέπονται σε περισσότερα δολάρια, τα κέρδη ανά μετοχή αυξάνονται, και οι ξένοι επενδυτές προσελκύονται από “φθηνότερες” σε νόμισμα επενδύσεις.
Στην ουσία, όμως, πρόκειται για λογιστική μεγέθυνση και όχι για πραγματική αύξηση αξίας. Η αδυναμία του δολαρίου λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός απομείωσης του χρέους — ένα είδος «ήπιας νομισματικής καταπίεσης», του περιορισμού δηλαδή της απώλειας της χρηματοοικονομικής ελευθερίας των αποταμιεύσεων (financial repression) που τελικά μειώνει την αξία των υποχρεώσεων σε πραγματικούς όρους δολαρίων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η κινεζική αντιστροφή: σταθερό νόμισμα, παραγωγικός προσανατολισμός
Η Κίνα ακολουθεί την αντίθετη φιλοσοφία. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBoC) ελέγχει στενά το γουάν, διατηρώντας σταθερότητα και αποτρέποντας εκροές κεφαλαίων. Η κρατική πολιτική επικεντρώνεται στην παραγωγή και στις υποδομές, όχι στην τεχνητή ενίσχυση των αγορών.
Παρά τις διαχρονικές χαμηλές χρηματιστηριακές αποδόσεις, η κινεζική οικονομία επενδύει στρατηγικά σε βιομηχανία, ενέργεια, τεχνολογία, ΑΙ και logistics, μετατοπίζοντας τη βάση ανάπτυξης από το real estate στην καινοτομία. Η «σιωπηλή» σταθερότητα του γουάν, αντί της υποτίμησης, ενισχύει την εμπιστοσύνη και τη διεθνή του χρήση μέσω των BRICS και του Belt & Road Initiative.
Συμπέρασμα
Η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα γεωοικονομική εποχή δύο μοντέλων: το αμερικανικό, που στηρίζεται στη ρευστότητα, τη χρηματοοικονομική καινοτομία και την κεφαλαιαγορά ως πηγή ανάπτυξης, και το κινεζικό, που στηρίζεται στην παραγωγή, την αποταμίευση και τον κρατικό έλεγχο. Η φαινομενική ευημερία των αγορών δεν πρέπει να συγχέεται με την πραγματική ευημερία των πολιτών.
Όπως έχει δείξει η ιστορία, όταν το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο αποσυνδέεται πλήρως από το παραγωγικό, το σύστημα γίνεται ευάλωτο σε διορθώσεις και κοινωνικές εντάσεις. Η ουσία της ευημερίας δεν βρίσκεται στην αξία των χρηματιστηρίων, αλλά στην ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή, την καινοτομία και την κοινωνική συνοχή.
* Ο κ. Νικόλαος Φίλιππας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής Πανεπιστημίου Πειραιώς και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού