Σήμερα, υποστηρίζει ο Βάσκος καθηγητής φιλοσοφίας Mίκαελ Μάρντερ, έχει στηθεί και λειτουργεί ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ με πρωταγωνιστές την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Μόνο που αυτή τη φορά η ροή των κεφαλαίων είναι αντίστροφη. Τα κεφάλαια είναι ευρωπαϊκά και κατευθύνονται προς τις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες.
Το μεταπολεμικό σχέδιο Μάρσαλ ανακοινώθηκε το 1947 από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Μάρσαλ. Επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, την αποκατάσταση της παραγωγής, τη σταθεροποίηση των νομισμάτων.
Μεταξύ του 1948 και 1952, οι ΗΠΑ πρόσφεραν περισσότερα από 140 δισ. δολάρια (σε σημερινές τιμές) στις δυτικές χώρες, που έδωσαν την ώθηση για την οικονομική ανάκαμψη και έθεσαν τις θεσμικές βάσεις για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή έργων υποδομής κοινής ωφελείας πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ευρωπαϊκό κράτος κοινωνικής πρόνοιας.
Αυτή η κατάσταση έχει αντιστραφεί ριζικά σήμερα. Σήμερα δεν είναι οι ΗΠΑ εκείνες που βοηθούν στην ανασυγκρότηση της Ευρώπης, αλλά η Ευρώπη που χρηματοδοτεί το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ μέσω της μαζικής αγοράς όπλων.
Ενώ το αρχικό σχέδιο Μάρσαλ προέβλεπε δαπάνες για τη διατήρηση της ειρήνης, το σημερινό σχέδιο είναι ένα μοντέλο δαπανών προς όφελος της «διαρκούς στρατιωτικοποίησης». Τεράστια χρηματικά ποσά εγκαταλείπουν την Ευρώπη με κατεύθυνση τις ΗΠΑ, με ωφελημένους όχι τους Ευρωπαίους πολίτες αλλά την αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
Οι εξαγωγές όπλων των ΗΠΑ στη Ευρώπη τριπλασιάσθηκαν την περίοδο 2020-2024 σε σχέση με την περίοδο 2015-2019. Οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ έλαβαν αυτή την περίοδο το 64% των εισαγωγών όπλων από τις ΗΠΑ, σε σχέση με το 52% που ήταν πριν. Σήμερα η Ευρώπη αγοράζει το 35% του συνόλου των όπλων που εξάγουν οι ΗΠΑ.
Αυτή η νέα πραγματικότητα κρύβεται πίσω από ένα ηθικολογικό αφήγημα που τονίζει τις υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κρατών να υπερασπισθούν την Ουκρανία, παρέχοντάς της συνεχώς όπλα:
«Πίσω από το επιχείρημα για τις αμυντικές ανάγκες και την ηθική υποχρέωση (προς την Ουκρανία) κρύβεται ένα σύστημα τεράστιων δημόσιων επενδύσεων που διοχετεύει τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς πόρους σε οπλικά συστήματα που σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από τις ΗΠΑ. Ένα μεγάλο τμήμα αυτών των χρημάτων αφαιρείται από τα κοινωνικά προγράμματα της υγείας και της παιδείας. Η οικονομική λειτουργία των στρατιωτικών δαπανών δεν στοχεύει στη δημιουργία υποδομών ή στην ενίσχυση του κράτους ευημερίας αλλά στον εξοπλισμό που θα επιτρέψει στα κράτη να είναι έτοιμα για τον πόλεμο».
Η ηθική ρητορική της αλληλεγγύης που τείνουν να χρησιμοποιούν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί κρύβει μία τεράστια μεταφορά δημόσιου χρήματος των Ευρωπαίων προς τις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες. Αυτό το χρήμα που κατευθύνεται στην αγορά όπλων από τις ΗΠΑ ευνοεί τους Αμερικανούς εργαζόμενους και τη στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ αλλά όχι την πολεμική και βιομηχανική αυτονομία της Ευρώπης.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να επωμισθούν όχι μόνο το κόστος της αγοράς των όπλων αλλά και τις μελλοντικές συνέπειες: το λεγόμενο «ευκαιριακό κόστος» (εναλλακτικοί τρόποι χρησιμοποίησης αυτού του χρήματος), την εξάρτηση (από τα δίκτυα προμηθειών των αμερικανικών όπλων) και το πολιτικό ρίσκο.
Όλα αυτά παραδόξως συμβαδίζουν απόλυτα με τον ρόλο του κράτους στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Το κράτος επιτρέπεται να δαπανά και να δημιουργεί ελλείμματα μόνο όταν πρόκειται για στρατιωτικές δαπάνες.
«Με αυτόν τον τρόπο δραστηριοποιείται ο κρατικός τομέας, όμως όχι ως εγγυητής της κοινωνικής ευημερίας αλλά ως επιτηρητής της στρατιωτικοποίησης».