Η κρίσιμη δοκιμασία για τις δυτικές κοινωνίες της επόμενης ημέρας

Πώς θα είναι οι κοινωνίες, όταν τα παιδιά που θα γεννηθούν από σήμερα έως το 2035, θα έχουν περί τα... 115 χρόνια προσδόκιμο ζωής. Οι οικονομικοί και κοινωνικοί πονοκέφαλοι. Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.

Δημοσιεύθηκε: 8 Δεκεμβρίου 2025 - 07:34

Load more

Τον καθηγητή γεροντολογίας Ρόυ Γουόλφορντ (1925-2004), είχα την τύχη να τον γνωρίσω στην Καλιφόρνια, στο Βέιλ Μπητς, το 1988, σ’ ένα μοναδικό ταξίδι. Και η αφορμή ήταν το βιβλίο του με τίτλο «Πώς να ζήσετε 120 χρόνια με μια δραστική δίαιτα περιορισμένων θερμίδων». 

Ο λόγος που τότε θέλησα να συναντήσω τον λεπτό και νευρώδη Αμερικανό καθηγητή, γνωστό για την εκκεντρικότητά του, ήταν να συζητήσουμε για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της μακροβιότητας. Θα είναι τεράστιες, μου είχε πει ο καθηγητής, αλλά σε πολιτικό επίπεδο λίγοι το καταλαβαίνουν.

«Η μακροβιότητα, τόνιζε, θα προκαλέσει ριζικές ανατροπές σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής λειτουργίας και της κοινωνικής οργάνωσης και θα έχει ισχυρές ψυχολογικές επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις, ιδιαίτερα δε μεταξύ των διάφορων γενεών. Σίγουρα δε θα αλλάξει και τις σχέσεις του ανθρώπου με την φύση… Σε κάθε περίπτωση, θα προκληθούν δημογραφικές τάσεις και εξελίξεις με βαρύτατη γεωπολιτική σημασία».

Και με τα λόγια του αυτά, τότε, ο Ρόυ Γουόλφορντ, που πέθανε σε ηλικία 79 ετών, από σπανιότατη ανίατη ασθένεια, με παρέπεμψε σε μια πλούσια βιβλιογραφία, που σήμερα αποδεικνύεται προφητική. 

Κατά τον Ρόυ Γουόλφορντ, το 1880, πριν 140 χρόνια δηλαδή, από τους νεογέννητους Αμερικανούς, μόνον το 37% είχε ελπίδα ζωής 60 ετών και παραπάνω. Στην δε Δυτική Ευρώπη, το αντίστοιχο ποσοστό την ίδια χρονιά ήταν 33%.

Σήμερα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, το ποσοστό αυτό φθάνει σχεδόν στο 100%. Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε ότι ο αιώνας μας είναι ο πρώτος στην ανθρώπινη ιστορία που χαρακτηρίζεται από την δυνατότητα των ανθρώπων στον αναπτυγμένο κόσμο να έχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα περάσουν από όλα τα στάδια του λεγόμενου κύκλου ζωής. 

Σήμερα, οι ηλικιωμένοι και οι λιγότερο ηλικιωμένοι έχουν τεράστιο πεδίο νέων τρόπων ζωής, γεγονός που ήδη οδηγεί σε νεωτεριστικές αντιλήψεις σχετικά με τα συστήματα των συντάξεων, της ψυχαγωγίας και των αναπροσαρμογών της επαγγελματικής ζωής.

Λόγου χάρη, δεν είναι διόλου τυχαία η ανάπτυξη που γνωρίζουν στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα πανεπιστήμια τρίτης ηλικίας, καθώς και η έκρηξη του ειδικού τύπου που απευθύνεται στους ανθρώπους που πέρασαν τα 65 χρόνια ζωής. 

Είναι, συνεπώς, κατάδηλο, ότι η άνοδος του μέσου όρου ζωής οδηγεί στην ύπαρξη μακροβιοτικών κοινωνιών, οι οποίες, όμως, δεν θα έχουν μόνον θετικές πλευρές. Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται, έχει κάποιες σοβαρές πτυχές τις οποίες κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοεί.

Αν στην Δυτική Ευρώπη του 1900 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια άτομα άνω των 65 ετών, ο αριθμός αυτός σήμερα ξεπερνά τα 97 εκατομμύρια και το 2050 θα πλησιάζει τα 160 εκατομμύρια. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Εργασίας, το 2030, στις δυτικές βιομηχανικές χώρες, 30 άτομα στα 100 θα είναι οικονομικώς μη ενεργά λόγω ηλικίας, φαινόμενο το οποίο θα έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. 

Υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος το ίδιο φαινόμενο να δημιουργήσει στον νέο πληθυσμό ένα αίσθημα βαθιάς απόρριψης και απέχθειας για τα γηρατειά, τάση η οποία υπάρχει ήδη, αν κανείς ανατρέξει στην φιλολογική παραγωγή. Από τον Αριστοφάνη, τον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, μέχρι τον Μολιέρο, τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ, υπάρχουν εκατοντάδες συγγραφείς οι οποίοι αναφέρθηκαν μειωτικά και περιπαικτικά για τους ηλικιωμένους.  

Οι προκαταλήψεις αυτές γίνονται εντονότερες σήμερα, που οι ραγδαίες και ταχύτατες μεταβολές μεγαλώνουν το χάσμα των γενεών και άρα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την μεταξύ τους επικοινωνία.

Από την άλλη πλευρά, στις δυτικές κοινωνίες, κατά το μέτρο που οι τεχνολογικές και οικονομικές μεταβολές δεν απορροφούν γρήγορα την ανεργία των νέων, το λεγόμενο κοινωνιολογικό χάσμα μεταξύ μικρών, μέσων και μεγάλων ηλικιών θα μπορούσε να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό, στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα, οι μεταξύ νέων και ηλικιωμένων σχέσεις να γίνουν ιδιαιτέρως τεταμένες και περισσότερο απορριπτικές

Εξάλλου, το ήδη ορατό αυτό φαινόμενο, σήμερα καλλιεργείται από μεγάλη μερίδα διανοουμένων και επιστημόνων, οι οποίοι, όταν αναφέρονται στα δημογραφικά προβλήματα του αύριο, χαρακτηρίζουν την αδιαμφισβήτητη γήρανση των πληθυσμών στις βιομηχανικές κοινωνίες ως πραγματική καταστροφή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους οικονομολόγους.  

Δύο γνωστοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι Τζ. Γκόρι και Β. Ρίχτερ, σε σημαντική τους μελέτη με τίτλο «Η μακροοικονομική πρόβλεψη της πρόληψης των ασθενειών», υπογραμμίζουν ότι, αν οι κοινωνικές, οικονομικές και νομικές νόρμες στον αναπτυγμένο κόσμο δεν αλλάξουν, τότε οι πολιτικές πρόληψης των ασθενειών θα εμπεριέχουν όλο και περισσότερο στοιχεία οικονομικής ύφεσης.

Επίσης, τονίζουν ότι στον βαθμό που οι κατακτήσεις της ιατρικής θα επιτρέπουν την καταπολέμηση των πλέον θανατηφόρων ασθενειών, οι τάξεις των ατόμων 50 και πλέον ετών θα διογκώνονται, χωρίς ωστόσο να παρατηρείται το ίδιο στις νεότερες ηλικίες, οι οποίες θα περιορίζονται. 

Κατά συνέπεια, η χρονολογική ηλικία μεγάλου μέρους των πληθυσμών μας θα απομακρύνεται από την λειτουργική ηλικία, με αποτέλεσμα, λένε οι Γκόρι και Ρίχτερ, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στην Δύση, από το 2030 και μετά, να υποχωρεί με ρυθμό περίπου 0,5% ετησίως. Παράλληλα, θα παρατηρείται άνοδος μιας ιδιόμορφης ανεργίας και οι κοινωνικές παροχές θα αυξάνονται 10% έως 15% ετησίως. 

Από την πλευρά του, ο αποβιώσας σε ηλικία 94 ετών γνωστός Αμερικανός γκουρού του μάνατζμεντ Πήτερ Ντράκερ, τόνιζε σε παλαιότερο βιβλίο του ότι «...όσο μία κοινωνία επιτυγχάνει να επιμηκύνει την ατομική μακροβιότητα, τόσο το ποσοστό σχηματισμού του κατά κεφαλήν κεφαλαίου θα μειώνεται...». Η παρατήρηση αυτή ήταν και είναι, από κάθε άποψη, μεστή περιεχομένου. 

Όλα δείχνουν, λοιπόν, οι κοινωνίες μας θα πρέπει, το ταχύτερο δυνατόν, να προσαρμοστούν από κάθε πλευρά σε δημογραφικές πραγματικότητες που είναι πολυσύνθετες και ιδιόμορφες σε σχέση με το κοντινό παρελθόν. 

Κατά τον καθηγητή Ρ. Γουώλφορντ, οι μακροβιοτικές κοινωνίες θα είναι μεν πιο σοφές και σαφώς πιο μορφωμένες από τις σημερινές, αλλά θα διαθέτουν μία ακαμψία η οποία δεν θα διευκολύνει την κοινωνική λειτουργία. Επίσης, οι κοινωνίες αυτές θα έχουν ανοδικό δείκτη ηθικών αξιών, αλλά θα πάσχουν και από ψυχολογικά προβλήματα συναφή με την κριτική της ζωής του παρελθόντος. 

Είναι δε σαφές ότι από κοινωνικής πλευράς θα προκύψουν σοβαρότερα θέματα μεταρρύθμισης των συστημάτων υγειονομικής φροντίδας, τα οποία αποτελούν και έναν από τους πυλώνες των κρατών προνοίας στον αναπτυγμένο κόσμο. 

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων