Η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας αποτελεί, ίσως, την πλέον σημαντική μεταρρύθμιση των τελευταίων ετών όσον αφορά τον χρόνο εργασίας.
Εισήχθη ως εργαλείο ενίσχυσης της διαφάνειας και της νομιμότητας στις σχέσεις εργασίας, με βασικό σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης του δηλωμένου ωραρίου, της καταβολής των αμοιβών που αντιστοιχούν στην (πράγματι) παρεχόμενη εργασία καθώς και της αποτροπής φαινομένων αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.
Μέσω της άμεσης διασύνδεσής της με το Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, επιτρέπει τον έλεγχο, σε πραγματικό χρόνο, των μεταβολών στον χρόνο απασχόλησης κάθε εργαζομένου. Η εφαρμογή της, όμως, ανέδειξε σειρά προβλημάτων ο πρόσφατος εργασιακός νόμος διαχειρίστηκε κάποια από αυτά:
Η θεσμοθέτηση ευέλικτης προσέλευσης
Η νέα ρύθμιση αφορά τη δυνατότητα γραπτής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου για ευέλικτη προσέλευση έως 120 λεπτά ημερησίως. χωρίς να δημιουργούνται ζητήματα μη συμμόρφωσης.
Η εν λόγω ρύθμιση παρέχει σημαντική ευελιξία, κυρίως, στους εργαζόμενους: δεν αποσυμφορεί, μόνον, περιπτώσεις μαζικής προσέλευσής τους στην εργασία αλλά και τους παρέχει, επιπρόσθετα, ευχέρεια να ρυθμίσουν σε σημαντικό βαθμό το ωράριο και τον προσωπικό τους χρόνο-κατά τη βούληση και τις ανάγκες τους, στο προσυμφωνημένο πλαίσιο.
Ο χρόνος προετοιμασίας πριν και μετά την εργασία
Ο χρόνος προετοιμασίας, κατά πάγια νομολογία, δεν θεωρείται χρόνος εργασίας. Ως τέτοιος (χρόνος προετοιμασίας) νοείται το διάστημα που απαιτείται για ενέργειες όπως η είσοδος στις εγκαταστάσεις, η αλλαγή ενδυμασίας, η μετακίνηση προς τη θέση εργασίας ή το πλύσιμο μετά το πέρας της εργασίας.
Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, ως χρόνος προετοιμασίας θεωρείται:
(α) Για τον κλάδο της βιομηχανίας το χρονικό διάστημα έως 30 λεπτά πριν την έναρξη και έως 30 λεπτά μετά τη λήξη της εργασίας.
(β) Για όλους τους λοιπούς κλάδους το χρονικό διάστημα έως 10 λεπτά πριν την έναρξη και έως 10 λεπτά μετά τη λήξη της εργασίας.
Η κάρτα σημαίνεται μόνο μετά το πέρας του χρόνου προετοιμασίας, κατά τον χρόνο ανάληψης εργασίας ή πριν από τον χρόνο προετοιμασίας, κατά την απομάκρυνση από τη θέση εργασίας.
Οι μονές σημάνσεις και το όριο των τριών
Η τρίτη τροποποίηση που επέρχεται στον νόμο αφορά το συχνό, πλέον, φαινόμενο των μονών σημάνσεων των περιπτώσεων, δηλ., όπου ο εργαζόμενος σημαίνει την ψηφιακή κάρτα εργασίας του μόνο κατά την είσοδο ή μόνο κατά την αποχώρησή του από τον τόπο εργασίας του.
Με βάση τη νέα νομοθετική ρύθμιση, οι περισσότερες των τριών, μονές σημάνσεις ανά μήνα ανά εργαζόμενο, εφόσον αυτές οφείλονται σε αμέλεια ή παραδρομή του εργαζομένου συνιστούν αιτία ελέγχου από την Επιθεώρηση Εργασίας.
Η αξιολόγηση της νομοθετικής παρέμβασης
Οι τροποποιήσεις του πρόσφατου νόμου συνιστούν μια σημαντική προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης ακριβούς καταγραφής του πραγματικού χρόνου εργασίας και της εφαρμογής, σε πρακτικό επίπεδο, του συστήματος στις υπόχρεες επιχειρήσεις.
Η θέσπιση της ευέλικτης προσέλευσης, ο ακριβής καθορισμός του χρόνου προετοιμασίας και η ρύθμιση των μονών σημάνσεων θέτουν ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο και περιορίζουν τον κίνδυνο δυσανάλογων προστίμων για αμελείς, μη ουσιώδεις όμως, παραλείψεις.
Το πρόβλημα που παραμένει
Οφείλουμε, ωστόσο να τονίσουμε πως ένα πρόβλημα παραμένει: όχι αμελητέος αριθμός εργαζομένων συνηθίζει να προσέρχεται ελάχιστα πριν την έναρξη του ωραρίου εργασίας (λ.χ. γιατί έφτασε νωρίς το λεωφορείο ή «για να πιει τον καφέ με την ησυχία του» -φαινόμενα όχι ασυνήθη) ή/και να αποχωρεί ελάχιστα μετά τη λήξη του (λ.χ. «για να τελειώσει κάτι που έχει ξεκινήσει»).
Το πρόβλημα εντείνεται, μεταξύ άλλων παραγόντων και από καθυστερήσεις σήμανσης της ψηφιακής κάρτας εργασίας λόγω ταυτόχρονης, μαζικής προσέλευσης ή αποχώρησης των εργαζομένων. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αποκλίσεις από το δηλωθέν ωράριο, γεννά υποχρέωση καταβολής αμοιβής υπερεργασίας και μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή προστίμων για ουσιαστικά ανύπαρκτες (ή χωρίς ευθύνη της επιχείρησης) παραβάσεις.
Η παραπάνω εκτεθείσα προβληματική, δυστυχώς, δεν επιλύεται με την πρόβλεψη δυνατότητας συμφωνίας ευέλικτης προσέλευσης, ούτε με την πρόβλεψη χρόνου προετοιμασίας πριν την έναρξης της εργασίας.
Για την οριστική επίλυση του ζητήματος προτείνεται η προσθήκη ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία: «Γίνονται αποδεκτές ολιγόλεπτες αποκλίσεις μεταξύ του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου και των σημάνσεων ψηφιακής κάρτας εργασίας των εργαζομένων. Οι αποκλίσεις αυτές μπορούν να ανέρχονται στα δέκα πέντε λεπτά πριν την έναρξη και τα δέκα πέντε λεπτά μετά τη λήξη του ωραρίου ανά εργαζόμενο.
Ο εν λόγω επιτρεπτός χρόνος απόκλισης μεταξύ του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου και των σημάνσεων ψηφιακής κάρτας εργασίας, δεν δημιουργεί αξιώσεις υπέρ ή εις βάρος του εργαζόμενου ή του εργοδότη».
Η ψηφιακή κάρτα εργασίας συνιστά, πράγματι, κατάκτηση για τους εργαζόμενους, για τις επιχειρήσεις που επιλέγουν την νομιμότητα και το κράτος που προσβλέπει στην εφαρμογή της νομοθεσίας, την αντιμετώπιση της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας καθώς και την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής.
Οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις και βελτιώσεις που αφορούν την ψηφιακή κάρτα εργασίας κινούνται προς την κατεύθυνση της εξισορρόπησης της ανάγκης για πιστή τήρηση όσων το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει αλλά και της διαχείρισης πρακτικών προβλημάτων, που έχουν εντοπισθεί από την εφαρμογή της.
Καθώς, όμως, δεν αντιμετωπίζεται το σύνολο των σχετικών προβλημάτων, ως αναγκαία αξιολογείται πρόσθετη νομοθετική παρέμβαση -όπως η ανωτέρω προτεινόμενη. Προσβλέπουμε σε επόμενη νομοθετική ρύθμιση.
* Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner στην Koumentakis and Associates Law Firm