Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από τα χείλη δυο στελεχών της κυβέρνησης, της υπουργού Παιδείας, Σοφίας Ζαχαράκη και του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, ακούσαμε τα τελευταία 24ωρα την απόφασή της να βάλει, επιτέλους, τάξη στα πανεπιστήμια.
Ακούσαμε για σχέδια ασφαλείας που πρέπει υποχρεωτικά να καταρτίσουν τα πανεπιστήμια, για επικείμενη αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου για όσους διαπράττουν αξιόποινες πράξεις εντός του πανεπιστημίου, για αυτοδίκαιη αναστολή της φοιτητικής ιδιότητας σε περιπτώσεις ποινικής δίωξης και για αυτοδίκαιη διαγραφή σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης.
Αντίστοιχα, ακούσαμε και για κυρώσεις σε πρυτάνεις και μέλη ΔΕΠ που δεν ασκούν τις υποχρεώσεις τους αλλά και για υποχρεωτική χρήση της ακαδημαϊκής ταυτότητας για όσους εισέρχονται στα πανεπιστήμια.
Ακούσαμε, με άλλα λόγια, πράγματα που έπρεπε να λεχθούν, ώστε να αντιληφθεί η κοινωνία μας τις προθέσεις της κυβέρνησης για το μείζον ζήτημα της βίας στα πανεπιστήμια. Του τόπου, δηλαδή, όπου στέλνει η ελληνική οικογένεια τα παιδιά της, ώστε να μορφωθούν, με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος.
Έως εδώ όλα καλά. Όμως από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν τα δύσκολα, που αφορούν στην εφαρμογή όλων αυτών των εξαγγελιών, στην πράξη. Διότι, όπως κάθε τι, έτσι και αυτές οι εξαγγελίες, εκ του αποτελέσματος θα κριθούν.
Διότι έξη χρόνια τώρα – με τους προηγούμενους δεν υπήρχε ελπίδα σε αυτά τα ζητήματα – για πάταξη της βίας στα πανεπιστήμια ακούμε και η βία ζει και βασιλεύει. Μπορεί ορισμένες “καταλήψεις” να είναι πλέον παρελθόν, όμως η βία ζει και βασιλεύει, υποβαθμίζοντας τη δουλειά πανεπιστημιακών και φοιτητών αλλά και συνολικά την ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Μειοψηφίες κουκουλοφόρων εξακολουθούν να κυριαρχούν, ακριβώς όπως έκαναν επί δεκαετίες, σε σειρά πανεπιστημίων της χώρας, καταστρέφοντας δημόσια περιουσία, απειλώντας ακόμη και τις ζωές καθηγητών και φοιτητών, πετώντας στα σκουπίδια, κοντολογίς, τόσο τη δουλειά της πανεπιστημιακής κοινότητας, όσο και τα χρήματα του κάθε συνεπή φορολογούμενου πολίτη αυτής της χώρας.
Προφανώς, έβρισκαν και τα έκαναν, έτσι. Οι πρυτάνεις και το λοιπό καθηγητικό προσωπικό, στην συντριπτική πλειονότητά τους και μόνον με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, ανέχονταν και σιγούσαν. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που κατόρθωναν να υψώσουν διαμαρτυρία, απείχαν από τις πραγματικές τους υποχρεώσεις που αφορούσαν στην εφαρμογή του νόμου, με τη συνδρομή των δυνάμεων της τάξης.
Αντίστοιχα, τα πολιτικά κόμματα και ιδίως της αριστεράς, κάλυπταν με πέπλο ασυλίας τους βιαιοπραγούντες, είτε υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, είτε -με την άλλη πλευρά του νομίσματος – για να καρπωθούν τις ψήφους των “συνοδοιπόρων” του όποιου “κινήματος”.
Δίχως καμία αμφιβολία, δε, οι κυβερνήσεις, της παρούσης συμπεριλαμβανομένης, ανέχονταν. Διότι και η ανοχή στην πράξη κρίνεται. Δεν είναι δυνατόν επί έξι χρόνια να βλέπεις τη βία να κυριαρχεί και να αφυπνίζεσαι, μόλις στα μέσα της δεύτερης θητείας σου! Και μάλιστα όταν, ουσιαστικά, έχουμε μπει στην ευθεία των επόμενων εκλογών!
Έτσι, λοιπόν, και αυτήν τη φορά στην πράξη και εκ του αποτελέσματος θα κριθούν τα πράγματα και θα καταδειχθεί εάν η κυβέρνηση όντως εννοεί όσα εξήγγειλε πρόσφατα ή εάν και αυτά ήσαν, όπως τόσα άλλα κατά το παρελθόν, πυροτεχνήματα.
Η “μάχη της κουκούλας” πρέπει να κερδηθεί. Όχι μόνον για όσους φοιτούν ή διδάσκουν σήμερα στα πανεπιστήμια της χώρας, όσο κυριότερα διότι και από αυτήν θα κριθεί τι είδους πανεπιστήμια θα παραδώσουμε στα παιδιά μας.