Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν θέλουμε να λέμε τα σύκα- σύκα, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο κ. Γ. Στουρνάρας απέδωσε εύσημα χθες, με την Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, για τα κυριότερα, έως τώρα, επιτεύγματά της.
Πρώτα από όλα, αναφέρθηκε στους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που καταγράφει η ελληνική οικονομία, έναντι εκείνων της Ευρωζώνης, παρά την υψηλή περιρρέουσα αβεβαιότητα. Τους απέδωσε μάλιστα, κατά κύριο λόγο, στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και στις εξαγωγές αγαθών, γεγονός που έχει την αξία του σε μία χώρα με πάγιο πρόβλημα εμπορικού ισοζυγίου.
Παράλληλα, σημείωσε ότι η απασχόληση αυξάνεται, η ανεργία έχει συρρικνωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται. Με λίγα λόγια, ότι η οικονομία αναπτύσσεται και ότι ο κόσμος βρίσκει δουλειές.
Προέβλεψε, δε, αύξηση ΑΕΠ κατά 2,3% εφέτος, ήτοι ποσοστό υπερδιπλάσιο εκείνου της Ευρωζώνης για το ίδιο διάστημα (0.9% έως 1.1% ). Μέχρις εδώ, όλα καλά και όλα ωραία.
Διότι στη συνέχεια, τα πράγματα μάλλον σκουραίνουν. Πρώτα από όλα, σημειώνει ότι η “βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση”, που είναι κύριο χαρακτηριστικό του τρόπου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και του οικονομικού μοντέλου από το οποίο επιδιώκει να απεμπλακεί εδώ και χρόνια.
Κατά δεύτερο λόγο, σημειώνει ότι ο πληθωρισμός θα επιμείνει σε υψηλότερα επίπεδα εκείνων της ευρωζώνης, γεγονός που απέδωσε στην “επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω κυρίως των αναμενόμενων αυξήσεων των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων και των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση”. Ανάμεσα από τις γραμμές, δε, μπορεί να αναγνώσει κανείς το υπονοούμενο και για τις στρεβλώσεις της αγοράς που θα τροφοδοτούν αυτόν τον υψηλό (2,5%) πληθωρισμό, έως το 2027 οπότε προβλέπεται να υποχωρήσει στο 2,2%.
Κυριότερα, όμως, ο “εξάψαλμος” Στουρνάρα αφορά στις προτάσεις που διατυπώνει, κυρίως, σε δυο τομείς. Την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, η οποία πρέπει να καταστεί ταχύτερη και οι μεταρρυθμίσεις, δίχως τις οποίες οι πολυπόθητες επενδύσεις δεν θα έρθουν.
Για την ακρίβεια, ο φίλτατος κ. Στουρνάρας μιλά για “εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες” και για την “ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους”, υπονοώντας ότι εάν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτή η βιωσιμότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Εάν αυτή του η παραίνεση συνδυαστεί, δε, και με την επισήμανση του ότι “καθοριστικής σημασίας είναι η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες”, τότε ευχερώς συνάγεται η προτροπή του για λιγότερες “παροχές” και επιδόματα και ταχύτερη αποπληρωμή του χρέους. Κάτι που επαναλαμβάνει λέγοντας ότι εν πολλοίς ότι δεν χρειάζεται να διατηρούμε τόσο υψηλά διαθέσιμα αλλά ότι πρέπει αυτά – ή το προσήκον τμήμα τους – να διατεθούν για το χρέος.
Το κύριο βάρος της κριτικής Στουρνάρα, όμως, πέραν του χρέους, αφορά τις μεταρρυθμίσεις.
Ζητά, με το “γάντι” πάντα και με εξόχως ήπια αλλά σαφή και διαυγή φρασεολογία, ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος, υπονοώντας ότι τούτες σήμερα περνούν κάτω από τον πήχη ενώ μιλά και για την ανάγκη βελτίωσης της αποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών.
Τι σημαίνει αυτό; Σε ελεύθερη μετάφραση, “μην πετάτε τα λεφτά του φορολογούμενου”. Για την ακρίβεια, κάνετε το σύστημα πιο δίκαιο αυξάνοντας την φορολογική βάση και προσέξτε τις παροχές, διότι το σύστημα δεν είναι δίκαιο.
Πρόκειται για μία σαφή αναφορά στο φαινόμενο της εξασφάλισης επιδομάτων εκ μέρους εκείνων που δείχνουν χαμηλά εισοδήματα … φοροδιαφεύγοντας.
Είναι μακρύς δε ο κατάλογος των μεταρρυθμίσεων που ζήτησε, στο ίδιο πνεύμα. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο απώλειας πόρων του RRF, είπε ότι είναι βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η μείωση της γραφειοκρατίας, ιδίως για τις επιχειρήσεις, η διευκόλυνση της χρηματοδότησης, και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους. Με άλλα λόγια, τους είπε ότι το κράτος δεν δουλεύει σωστά.
Σαφώς αναφέρθηκε δε στην ανάγκη η ενίσχυσης των υποδομών και του κράτους δικαίου, καθώς και επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην ανάγκη μεγαλύτερης διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με το εκπαιδευτικό σύστημα.
Εν πολλοίς, τους είπε, με κομψό και ευγενικό τρόπο, όσα έπρεπε να ακούσουν. Τι κατάλαβαν τώρα και πόσα από αυτά θα κάνουν πράξη, είναι μία άλλη υπόθεση.